Πέμπτη 29 Μαρτίου 2012

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ ΣΤΟ ΚΟΥΚΟΥΛΙ


                                          
Η καθημερινότητα στο χωριό μου το Κουκούλι
και στο Ζαγόρι γενικά
στα χρόνια
1850-1950  περίπου



















(1)
Κουκουλιώτες και Κουκουλιώτισσες καθισμένοι στην εξώπορτα στα πεζούλια, κουβεντιάζουν την καθημερινότητα.
Φώτο: Ben Kieft


                                    

Κουκούλι
Απρίλης
2010
Έκδοση Α΄
Η καθημερινότητα στο χωριό μου το Κουκούλι
και στο Ζαγόρι γενικά

                                         



(2)
Το  Κουκούλι το 1880




Συγγραφέας
Γιάννης Βακάμης
Κουκούλι Ζαγορίου Ιωαννίνων
Τ.Κ. 44010
Τηλ. Στ Κουκουλίου  2653-0-71771
Βέροιας 23310-63302
Κιν  6947-662208
















   



(3)


                         
Βιογραφικό
του Γιάννη Βακάμη.

Είμαι ο Γιάννης Βακάμης, ο Γιαννάκης, όπως  με ξέρουν οι πιο παλιοί, οι δικοί μου, οι φίλοι μου.
Γεννήθηκα στο Κουκούλι του Ζαγορίου στις 17 Ιουλίου 1933.
Είμαι Καρκίνος, δεν ξέρω αν είναι καλό ή κακό το ζώδιο μου.
Σήμερα το χωριό μου είναι ένα χωριό  μικρό.
Τότε ήταν ένα αξιόλογο χωριό μιλώ για τα χρόνια πριν το 1850.
Είχε τρία σχολεία, δυο παπάδες, γύρω στους τριακόσιους κατοίκους. Εκατόν είκοσι περίπου κατοικήσιμα σπίτια.
Πολλά  ήταν αρχοντικά, σπάνια μνημεία, όπως η εκκλησία τα γεφύρια βρύσες.
Σήμερα έχει μόνο είκοσι υπερήλικες κατοίκους.
Δεν λειτουργεί καθόλου εδώ και είκοσι χρόνια σχολείο.
Έρχεται παπάς μόνο μια φορά το δεκαπενθήμερο.
Πάνω από τα μισά σπίτια έχουν πέσει.
Γιατί τα γράφω όλα αυτά;
Τα γράφω γιατί έχουν σχέση   με την εργασία μου:
«Η καθημερινότητα στο χωριό μου το Κουκούλι και στο Ζαγόρι γενικότερα» στα χρόνια 1850-1950 περίπου»
Τα χρόνια που πέρασαν μέχρι τώρα και πρώτα, η πρώτη εκατονταετία,1850-1950 ήταν τα πιο πέτρινα χρόνια της νεότερης Ελλάδας.
Είχαμε την κατάργηση των προνομίων, μας ρήμαξαν οι ληστείες, οι συνεχείς πόλεμοι, η αντίσταση, κατοχή, ο φοβερός εμφύλιος και τέλος η μετανάστευση, ήρθε και αποτελείωσε το Ζαγόρι μας.
Τον τόπο που λαχτάριζες  ως που να τον περάσεις τώρα να τον ξεχάσεις, διαβάτη αποσπερνέ.
Μιαν αυγινή τον κούρσεψαν ανίδρωτοι λοτόμοι  κι εκεί είναι τώρα δρόμοι, διαβάτη αποσπερνέ.
Μεγάλωσα μέσα στη φτώχια, από ένα πατέρα συνεχώς μετακινούμενο, ξενιτεμένο,  σιδηρουργό στο επάγγελμα και μια μάνα πονεμένη, χτυπημένη συνεχώς από το χάρο από τα μικρά της χρόνια, όπως θα το δει ο καθένας στην εργασία μου.
Ήμουν τυχερός γιατί πέτυχα υπότροφος της Ριζαρείου και μετέπειτα φοίτησα στη Βελλά και έγινα δάσκαλος.
Έτσι πέρασαν τα πρώτα πέτρινα  χρόνια.
Από κει και πέρα δώδεκα χρόνια δάσκαλος στη Ποταμιά Ξάνθης, ένα χωριό πάμφτωχο, χωρίς καμιά άνεση.
Πως μεγάλωσαν εκεί τα δυο μου παιδιά είναι άλλο θέμα.
Προσπάθησα να βοηθήσω όσο μπόρεσα, όσο οι σωματικές μου και πνευματικές μου δυνάμεις το επέτρεπαν, όλα τα παιδιά του σχολείου, αλλά και όλο το χωριό, στις δύσκολες στιγμές και νομίζω ότι κάτι πέτυχα.
Η ζωή μετά μέσα στην πόλη της Βέροιας και στα περίχωρα, όπως στην Ν. Νικομήδεια, κύλησε πιο ήρεμα, χωρίς κάτι το πολύ σπουδαίο.
Τα παιδιά που η πατρίδα μου εμπιστεύτηκε τα αγάπησα και έκανα ό,τι μπορούσα, για αυτά.
Τον όρκο τετήρηκα που έδωσα μπροστά στο λαό μου.
Δεν ζητώ από κανένα στέφανο.
Κι αν κάποτε όλοι σε ξεχάσουν, όπως λέει ο ποιητής, μη στενοχωρεθείς.
Έβαλες και συ το μικρό σου λιθαράκι.   
Από εκεί και πέρα βοήθησα με όλους τους τρόπους τον τόπο μου.
Μέσα από τον Δήμο Βέροιας, από την Νομαρχία, από τους πολιτιστικούς φορείς.
Συμμετείχα στην πολιτική ζωή του τόπου μου, γιατί πίστευα και πιστεύω ότι ο αδιάφορος πολίτης είναι κακός πολίτης, όπως λέει ο Θουκιδίδης.
Τώρα σαν συνταξιούχος δεν έμεινα αδιάφορος μπροστά στην κατάσταση στην οποία βρίσκεται το χωριό μου, μετά από τα τόσα πέτρινα  χρόνια που πέρασε, όπως είπα και στην αρχή
Βοήθησα την κοινότητα και τον μετέπειτα Δήμο μας να ξεπεράσει τις δυσκολίες του.
Κυρίως όμως βοήθησα το χωριό μου επί δέκα χρόνια σαν πρόεδρος της αδελφότητας Κουκουλιωτών Ευγένιος Πλακίδας
Οργάνωσα το γραφείο, έκανα την έκθεση Φωτογραφίας, βιβλιοθήκη και συλλογή βοτάνων.
Τώρα σε κάπως περασμένη ηλικία, ξεκίνησα να γράψω το βιβλίο που ανέφερα παραπάνω.
Ένας και μόνο είναι τώρα ο στόχος του.
Να μην χαθεί το παρελθόν.
Ίσως να γίνει κίνητρο στα παιδιά μας για ένα νέο ξεκίνημα στον τόπο μας.
Ίσως να φυτρώσουν και πάλι τα φτερά το πρωτινά μας τα μεγάλα.
Που ξέρεις….;
Κλείνοντας ευχαριστώ όλους όσοι με βοήθησαν μέχρι τώρα.
Πρώτα τις αδελφές Ασπασία και Θάλεια Σβώλου.
Χωρίς την βοήθεια τους δεν θα γινόταν τίποτε.
Πρώτα θέλω να είναι η εργασία μου ένα μνημόσυνο, ένα μνημόσυνο  για ποιόν νομίζετε, για τον δάσκαλο μου τον Κώστα Λαζαρίδη, τον δάσκαλο με κεφαλαία γράμματα.
Αφιερώνω την εργασία μου αυτή με πολλή αγάπη στις αδερφές Ασπασία και Θάλεια Σβώλου για την βοήθεια που μου προσέφεραν να την γράψω.
Το γειτονόπουλό τους
Γιάννης Βακάμης


Οι αδερφές Σβώλου
Η Ασπασία και η Θάλεια
Γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στο Κουκούλι του Ζαγορίου γόνοι παλιάς οικογένειας του Κουκουλιού.
Η οικογένειά της  αναφέρεται πριν από τον  17ο αιώνα.
Ήταν οι πιο παλιές οικογένειες που ξενιτεύτηκαν και πολλά προσέφεραν και παλιά, αλλά και σήμερα ακόμη.
Ενδεικτικά αναφέρω ότι   ο άμβωνας της εκκλησίας μας είναι δωρεά  της οικογένειας Σβώλου.

Στα πρόσφατα χρόνια οι αδερφές Σβώλου διέθεσαν ένα μεγάλο ποσόν για να  γίνει η κρεββάτα, ο γυναικωνίτης στην κεντρική εκκλησία και να επισκευαστούν τα παρεκκλήσια,
Η ευεργεσία των όμως εξαπλώθηκε και εκτός Ελλάδος.
Έδωσαν στον αρχιεπίσκοπο Τιράνων και Αλβανίας Αναστάσιο, ένα μεγάλο ποσόν, σαν μνημόσυνο, για τον φονευθέντα στον Αλβανικό πόλεμο αδερφό της Γιάνκο, για να συντηρηθούν οι εκκλησίες της Β, Ηπείρου.
Είχαν την ατυχία, από μικρές ακόμη, να χάσουν στον Α΄. Παγκόσμιο πόλεμο τον πατέρα τους  και στον Αλβανικό πόλεμο τον αδερφό της τον Γιάννη, τον Γιανκο,
Έζησαν στα πιο δύσκολα χρόνια, στα πέτρινα χρόνια του τόπου μας, την τρομοκρατία των ληστών και των συνεργατών των, όλους τους πολέμους από το 1920 ως το 1950, τον Α΄. Παγκόσμιο Πόλεμο την κατοχή την Αντίσταση, τον Εμφύλιο και με την μετανάστευση είδαν τον τόπο να   ερημώνεται .
Όλα τα υπόφεραν καρτερικά, χωρίς μοιρολατρία.
 Είχαν για αρκετά χρόνια μοναδικό στήριγμα την υπέροχη μάνα τους, την Θεία Πούλια, που όχι μόνο τα παιδιά της στήριζε, αλλά και σε όλους εμάς έδωσε απεριόριστη αγάπη.  Εμείς την θεια Πούλια την λατρεύαμε.
Οι αντίξοες όμως καταστάσεις δεν τους επέτρεψαν να σπουδάσουν, ούτε να κάνουν  δική  των οικογένεια.
Αν σπούδαζαν το χωριό μας αλλά και το Ζαγόρι θα καμαρώναμε δυο προσωπικότητες εφάμιλλες του Λαζαρίδη.
Αν και τελείωσαν μόνο το Σχολαρχείο η Θάλεια και την οικοκυρική σχολή στο ορφανοτροφείο Βελισάρειο η Ασπασία η μόρφωση που απόκτησαν  μόνες τους δεν συγκρίνεται με κανενός   στο Κουκούλι και στο Ζαγόρι.
Είναι καταπληκτικό, ότι παρά την κάποια, τωρινή τους ηλικία, βρίσκονται σε τόσο ανεβασμένη πνευματική ικανότητα, που σου κάνει κατάπληξη.
Εγώ, αν τόλμησα να ξεκινήσω να γράψω κάτι για την «καθημερινότητα στο χωριό μου και στο Ζαγόρι γενικά» ήταν γιατί είχα κοντά μου την Θάλεια και την Ασπασία.
Ώρες πολλές, μέρες πολλές, κάθονταν κοντά μου και μου έλεγαν και μου έλεγαν και μου εξηγούσαν.
Μου έλεγαν ότι θυμούνταν από την ζωή στο χωριό μας στα παλιά χρόνια και μέχρι σήμερα και τα μαγνητοφωνούσα σε κασέτες και κασέτες.
Ακούραστες πάντα με την ψυχή τους γεμάτη αγάπη για το χωριό για τον καθένα μας.
Και δεν τις χρωστώ ευγνωμοσύνη μόνο εγώ, αλλά και όλοι μας και πρώτα ο δάσκαλος μας ο Λαζαρίδης, που την Θάλεια την είχε  μαθήτρια και έλεγε, ότι είναι φαινόμενο στον τόπο μας.
Πήρε από τις  αδελφές Σβώλου τα περισσότερα από όσα  έχει  γράψει στα βιβλία του.
 Εγώ δεν μπορώ παρά να αφιερώσω την εργασία μου στις αδερφές Σβώλου, για την αγάπη που μου έδωσαν από τότε που γεννήθηκα, αλλά και την βοήθεια που μου πρόσφεραν και μου προσφέρουν ακόμη, για να τελειώσω την δουλειά που ξεκίνησα.
Ασπασία και Θάλεια θα σας θυμούμαστε πάντα με σεβασμό και αγάπη.

Πρόλογος



Άνδρα μοι  έννεπε μούσα πολύτροπον
ος μάλα πολλά πλάγχθη επί Τροίης
ιερόν πτολίεθρον έπερσεν.

Πολλών  δ’ ανθρώπων ίδεν άστεα
και νόον έγνω.

Τον άντρα τον  πολυτάξιδο
θα τραγουδήσω τώρα,
που περισσά πλανήθηκε
γυρνώντας ξένες χώρες.

Πολλές πόλεις εγνώρισε
κι άνοιξε το μυαλό του.
                                    


Σε ελεύθερη απόδοση από την Οδύσσεια του Ομήρου-

Αφιερωμένο στους ταξιδεμένους χωριανούς μου και
σ’ όλους τους Ζαγορίσιους και Ηπειρώτες, όπου γης.-



Από πολλά χρόνια τώρα κάθομαι και σκέπτομαι:
Πως ζούσαν οι χωριανοί μου στα παλιά χρόνια και κατ' επέκταση οι Ζαγορίσιοι; όταν εγώ ήμουν παιδί  και πολύ πιο παλιά ακόμη ;
Πως γεννιόταν, μεγάλωναν, μάθαιναν γράμματα, πως βγάζαν το ψωμί τους, ποιές οι σχέσεις μεταξύ τους, με την κοινότητα, με τα άλλα χωριά.
Ποια ήταν τα ήθη και τα έθιμα αυτού του τόπου;
Πως αντιμετώπιζαν τα προβλήματα υγείας, πως γινόταν οι μετακινήσεις των, που πήγαιναν και γιατί.
Τις δυσκολίες της ζωής, τους πολέμους, τις καταστροφές, ποιες ήταν οι χαρές και ποιες οι λύπες των.
Μόνο λίγα γράφει ο Δαλκαβιούκης για τις σχέσεις με τις διάφορες εθνότητες, τους Σαρακατσάνους, τους Βλάχους τους γύφτους.
Πολλά έχει γράψει ο Λαζαρίδης, εγώ όμως είχα την περιέργεια να τα μάθω από πρώτες πηγές.
Προσπάθησα να μάθω κάποια πράγματα από διάφορα βιβλία, που γράφουν για το χωριό μου και το Ζαγόρι γενικότερα, και κυρίως αυτά που έγραψε ο Λαμπρίδης, ο Λαζαρίδης, τα βιβλία της Ριζαρείου, ό,τι έγραψε ο Ευρ. Μακρής και τελευταία το ..,.-    αξιόλογο βιβλίο του Βασίλη Δαλκαβούκη « Η πένα και η γκλίτσα», αλλά δεν ικανοποίησαν πλήρως την περιέργειά μου δεν την ικανοποίησαν γιατί είναι περισσότερο γενικά, δεν μπαίνουν στην ουσία του θέματος, λείπει ο ίδιος ο άνθρωπος μέσα από αυτά.
Λένε γενικά για το Ζαγόρι, την ιστορία του, πότε έγινε το σχολείο, η εκκλησία, τα γεφύρια, δεν έχουμε όμως κάποιες λεπτομέρειες για τους ανθρώπους που ζήσαν εκείνη την εποχή.
Δεν υπήρξε κάποιος που να έγραψε τι του είπε ο τάδε χωριανός για τη ζωή του εκείνη την εποχή.
Ίσως αυτό να ήταν δύσκολο τότε, γιατί δεν υπήρχε το μαγνητόφωνο και το να γράψει κάποιος στο χέρι με τον κονδυλοφόρο και το μελάνι ήταν δύσκολο.
Έπειτα λόγω και των καταστάσεων οι άνθρωποι εκείνη την εποχή ήταν πιο κλειστοί στον εαυτό τους.
Ο Λαζαρίδης έγραψε στο μαγνητόφωνο πολλά τραγούδια, παραμύθια κ.λ.π. δεν έβαλε όμως κάποιον να του διηγηθεί τη ζωή του.
 Μέχρι κάποιο σημείο το έκανε ο    Βασίλης ο Δαλκαβούκης, βάζοντας στο βιβλίο του τα αυτούσια λόγια των,  αυτά είναι  λίγα και γενικά.
Στο ίδιο σφάλμα έπεσα και εγώ .
Ξεκίνησα πολύ αργά, οι ασχολίες μου με άλλα θέματα και κυρίως με την αδελφότητα ,δεν μου έδωσαν το χρόνο , δεν το σκέφτηκα μάλλον, να ασχοληθώ με αυτούς τους ανθρώπους και τώρα ίσως είναι πολύ αργά και παιδεύομαι να βρω στοιχεία, όταν οι περισσότερες πηγές έχουν φύγει πια από την ζωή.
Η μάνα μου, η θεία μου η Φερενίκη, η Χρυσίτσα, η πηγή πληροφοριών η κυρά Μερόπη, η Λευτεριά του Πετράκη που ήξερε τόσα πολλά και τα έλεγε τόσο ωραία και με τόσο γούστο, ο Δημήτρης ο Παππάς, ο πατέρας μου και τόσοι άλλο, έχουν φύγει για πάντα από τη ζωή και πήραν μαζί τους και την ζωή τους.

Θεωρώ τον εαυτό μου κάπως ευτυχή ακόμη που υπάρχουν ακόμη λίγα αξιόλογα πρόσωπα, όπως οι αδελφές Σβώλου, ο Αχιλλέας ο Λένης, η Ευθαλία του Πετράκη, ο αδελφός μου ο Πέτρος ο Βακάμης, ο αδελφός μου ο Σπύρος, ο Πέτρος ο Παππάς και πολλοί άλλοι χωριανοί μου και Ζαγορίσιοι.
                 













Εισαγωγή
                         
« Η καθημερινότητα στο χωριό μου το Κουκούλι και στο Ζαγόρι γενικά  από το 1850 ως το 1950 περίπου»

Όπως λέω και στον πρόλογο σκοπός της εργασίας μου είναι να σώσω   έστω και λίγα, από τη ζωή στο χωριό μου τη ζωή πριν από το χίλια οχτακόσια πενήντα και όσο πιο παλιά μπορέσω.
Ακόμη σκοπός της είναι να  γίνει ένα κίνητρο ώστε και άλλοι να θελήσουν να γράψουν την καθημερινότητα στο χωριό τους στην περιοχή τους, τη ζωή στις  διάφορες  εθνότητες.
  Να γίνει αν είναι δυνατόν κίνητρο  και άλλοι ερευνητές, καθηγητές, φοιτητές μαθητές δάσκαλοι να ξεκινήσουν να γράψουν την καθημερινότητα του τόπου τους.
Τότε θα βγουν μοναδικά συμπεράσματα, χωρίς σκοπιμότητες εθνικιστικές πολιτικές, κοινωνικές, να γραφτεί η πραγματική ιστορία όλης της πατρίδας μας.
 Αυτό θα γίνει αν αναλάβουν αυτή την εργασία κάποια μεγάλα πνευματικά ιδρύματα, όπως τα Πανεπιστήμια ή άλλοι πνευματικοί φορείς.
Τα συμπεράσματα αυτά θα είναι πολύτιμα για όλους μας.
 Θα γραφεί η πραγματική ιστορία του τόπου μας, όπως την έζησε ο λαός μας και όχι όπως θέλησαν να μας την γράψουν κάποιο προπαγανδιστές παραχαράκτες της ιστορίας μας, από τη μια και την άλλη μεριά κάποιοι ανεγκέφαλοι επηρεασμένοι από τη Δύση, ή την Ανατολή.
 Πρέπει το συντομότερο δυνατόν, πριν χαθούν και οι τελευταίοι άνθρωποι, τα Πανεπιστήμια να κάνουν ομάδες φοιτητών με φωτισμένους καθηγητές που θα βγουν στην ύπαιθρο, αλλά και στις πόλεις και να καταγράψουν αληθινά την καθημερινή ζωή.
 Κάποτε γύρω στα 1920  φωτισμένοι καθηγητές ξεσήκωσαν  φωτισμένους δασκάλους όπως τον Λαζαρίδη, τον Γιάννη τον Νικολαΐδη και πολλούς άλλους και μας έδωσαν όλον αυτόν τον πλούτο που είχαν συγκεντρώσει.
 Από κει και πέρα υπήρξε οπισθοδρόμηση.
Ας ελπίσουμε, προτού είναι πολύ αργά ότι κάποιοι θα συνεχίσουν  το δρόμο που  άφησαν στη μέση καθηγητές, δάσκαλοι και μαθητές.
Τότε ίσως τότε:  ξαναφυτρώσουν
« τα φτερά τα πρωτινά μας τα μεγάλα»
 Η ιδέα μου γεννήθηκε πριν από πολλά χρόνια όταν συνταξιούχος ήρθα στο χωριό.
Ξεκίνησα όμως ανάποδα, δυστυχώς, ξεκίνησα από το τέλος, αντί να ψάξω να βρω  τις πηγές και πηγές ήταν οι άνθρωποι που ζούσαν ακόμη, προσπαθούσα να συγκεντρώσω άλλο υλικό, δημοσιεύσεις, φωτογραφίες κ.λ,π.. ασχολήθηκα πολύ με την αδελφότητα και έχασα όπως είπα το χρόνο και τους ανθρώπους.
 Πάντως θεωρώ τύχη μου που έστω και τώρα, κάποιοι όπως οι αδελφές Σβώλου και αρκετοί χωριανοί μου μπορούν να μου πουν κάποια πράγματα από τα περασμένα.
 Ξεκίνησα να κάνω μια έκθεση φωτογραφίας με φωτογραφίες που έχουν σχέση με το χωριό μας  και την γύρω του περιοχή και ενώ υπολόγιζα  να συγκεντρώσω γύρω στις διακόσιες φωτογραφίες έφτασα  στις πεντακόσιες κι ακόμη βρίσκω.
Απίστευτο και όμως αληθινό, κι αυτό δείχνει την πολυπολιτισμική κοινωνία στην οποία έζησε το χωριό μας  και το Ζαγόρι γενικά, όπως και το απαράμιλλο φυσικό του  περιβάλλον και τα μνημεία του.
 Τι θα μπορούσε να έχει μια καθαρά αστική γεωργική ή κτηνοτροφική   κοινωνία;
Και εδώ προέκυψε το μεγάλο πρόβλημα για την εργασία μου. 
Όλες αυτές τις φωτογραφίες, που όπως είπα αποτελούν ανεκτίμητη πηγή πληροφοριών έπρεπε να τις τακτοποιήσω σε ενότητες και σε κεφάλαια, να τις βάλω σε άλμπουμ και  από αυτές να επιλέξω μόνο λίγες που μπορούν να  χωρέσουν στο βιβλίο μου.
 Αυτή η δουλειά μου έφαγε χρόνο και χρόνο.
Ένα άλλο πρόβλημα που αντιμετώπισα ήταν η πληθώρα της ύλης και η τακτοποίησή του ώστε να μπορέσει να γίνει βιβλίο.
Δεν μπορεί να φανταστεί κανείς πόσο κουράστηκα  για πέντε χρόνια με όλο αυτό το υλικό,  πάνω από δέκα κασέτες των δυο και τριών ωρών που μαγνητοφώνησα,- οι περισσότερες  είναι συνεντεύξεις με τις αδελφές Σβώλου και την οικογένεια Παύλου Τουμάνη- να απομαγνητοφωνηθούν και μετά να γίνουν κείμενα.
Και ενώ προχωρούσα  έβρισκα και άλλες πληροφορίες που έπρεπε οπωσδήποτε να τις βάλω, όπως  για το παιγνίδι, την γιορτή των Τριών Ιεραρχών κ.λ.π. και αυτό με κούρασε πολύ και μου έφαγε πολύ χρόνο.
 Τρεις φορές και παραπάνω στο κομπιούτερ έγραψα το ίδιο κείμενο.
Έγραφα και έσβηνα συνέχεια.
  Το τι βγήκε στο τέλος ο αναγνώστης μου θα το κρίνει.
Πάντως εγώ, το ό,τι έσωσα κάποια στοιχεία του πολιτισμού μας που διαφορετικά θα  είχαν χαθεί, νιώθω ικανοποιημένος.
 Θα ρωτήσει κάποιος.
-Τι χρειάζεται μια τέτοια εργασία που είναι τόσο κουραστική και θέλει τόσο χρόνο;
Ασφαλώς και δεν θα χρειάζονταν αν το Κουκούλι αποτελούσε μια ξεχωριστή μονάδα στη γη που δεν  είχε  σχέση με τον περίγυρο του, μα τα άλλα χωριά τις άλλες πόλεις.
Ο κόσμος μας είναι τόσο μικρός που ο ένας μας είναι κολλητός στον άλλο και ο ένας επηρεάζει τον άλλον.
Έπειτα και μέσα στο ίδιο το χωριό οι διάφορες εθνότητες όπως οι Σαρακατσάνοι, οι Βλάχοι, οι Ρουμανόβλαχοι, οι γύφτοι και τόσες άλλες εθνότητες επηρεάζουν οι μεν τους δε.
Μπορεί το Ζαγόρι να αποτελεί μια εθνότητα υπήρχαν όμως και πολλές διαφορές στη ζωή των.

Δομή της εργασίας.
Και τώρα είναι καιρός να σημειώσω πια θα είναι η δομή της εργασίας μου για να ενημερώσω και τον αναγνώστη καλλίτερα.
Η εργασία μου  είναι χωρισμένη σε οκτώ κεφάλαια και κάθε  κεφάλαιο  αποτελείται από επιμέρους θέματα.
 Πρώτα είναι ο πρόλογος και η εισαγωγή, που  αναφέρεται γενικά  στη ζωή του χωριού μου και γράφω και λίγα για τη ζωή στο Ζαγόρι πριν το 1850.
 Στα επόμενα κεφάλαια θα αναφερθώ στη θρησκευτική ζωή, στην ιστορία του τόπου, στα ήθη και τα έθιμα, στην καθημερινότητα γενικά, στις σχέσεις με τους άλλους,  στο σπίτι και τη λειτουργικότητα του, στον τρόπο που εξοικονομούσαν τα προς το ζην  και θα κλείσω γράφοντας  περιληπτικά πως είναι το Κουκούλι και το Ζαγόρι σήμερα και αν υπάρχουν προοπτικές κάπως να ξανανιώσει.











Κεφάλαιο Α΄.
ΘΡΗΣΚΕΤΙΚΗ ΖΩΗ
Θέμα 1ο
Η ιστορία  της εκκλησίας μας-
----------------------------------------------
Στο χωριό μας που δεν είναι
κι ομορφότερο στην πλάση
μας αφήκαν οι γονιοί μου
μια γερόντισσα εκκλησιά.


                                                     
















(5)
Κτητορική επιγραφή



Η εκκλησία μας είναι αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου και γιορτάζει στις 15 Αυγούστου, τον Δεκαπενταύγουστο.
Είναι μεταβυζαντινό μνημείο, διατηρητέο από το Υπουργείο Πολιτισμού, περίφημο όχι μόνο στο χωριό μας και στο Ζαγόρι αλλά και στην Ήπειρο και στην Ελλάδα.
Η πρώτη οικοδομή είναι άγνωστο πότε έγινε, πάντως πριν από το 1330, αφού τότε υπήρχε το χωριό και ήταν αδιανόητο να υπάρχει Χριστιανικό χωριό χωρίς εκκλησία.
Η δεύτερη οικοδομή έγινε το 1630.
Πρέπει να ήταν και αυτή αξιόλογη, και αρκετά μεγάλη, όπως φαίνεται από τις εικόνες και τα βημόθυρα και λοιπά στοιχεία που βρίσκονται στην υπάρχουσα εκκλησία.
 Η τρίτη οικοδομή    άρχισε το 1786 και τελείωσε  το 1796.
Χτίστηκε από τεχνίτες Κονιτσιώτες και ιστορήθηκε από   ζωγράφους από τα Άνω Πεδινά,  - Σουδενά-.Το 1852 ο δυτικός τοίχος έπαθε καθίζηση και με δωρεά  του ευεργέτη Αλέξιου Πλακίδα επισκευάστηκε και ξανατοιχογραφήθηκε από   ζωγράφους Χιονιαδίτες.
Το ιστορικό της εκκλησίας υπάρχει σε εντοιχισμένη επιγραφή , πάνω από τη θύρα εισόδου από το νάρθηκα προς τον κυρίως Ναό.
Η εκκλησία έγινε με χρήματα των  μονίμων κατοίκων του χωριού των ευεργετών  και των ξενιτεμένων.
 Είναι τρίκλητη Βασιλική, χωρίς τρούλο και ολόκληρη εικονογραφημένη. Στις κατά ζώνες τοιχογράφηση και στις φορητές εικόνες μπορείς να διαβάσεις όλη την ιστορία  της εκκλησίας μας και της θρησκείας μας. από την δημιουργία του Αδάμ, ως τον Κοσμά τον Αιτωλό, το1777.
Το τέμπλο είναι ξυλόγλυπτο, εσώγλυπτο, με παραστάσεις ζώων, πουλιών λουλουδιών, αγγέλων κ,λ.π. και καλύπτεται με λεπτή επίστρωση  χρυσού με αποτέλεσμα να μην υποστεί τη φθορά του χρόνου , και το χρώμα του να μείνει αναλλοίωτο.
 Ο εσωτερικός διάκοσμος, πολυέλαιοι, προσκυνητάρια, δεσποτικό, άμβωνας,, είναι σπάνιας τέχνης.
Πολλά είναι  φερμένα από  τη Μικρασία, την Συρία, όπως τα  προσκυνητάρια  και τα αναλόγια που  επάνω έχουν σκαλίσματα με ελεφαντόδοντο και πολλοί πολυέλαιοι είναι φερμένοι από την Ρωσία.
Η κτητορική επιγραφή της εκκλησίας μας υπάρχει εντοιχισμένη  πάνω  από τον δυτικό τοίχο βγαίνοντας από τον κυρίως ναό προς τον πρόναο. Εκεί υπάρχει σε τοιχογραφία και η κοίμηση της Θεοτόκου.
Κλείνοντας το βιβλίο πληροφορηθήκαμε ότι ο νότιος τοίχος της εκκλησίας που έχει πάθει καθίζηση και τα χαγιάτια άρχισαν να επισκευάζονται.                
                

Κλείνοντας ευχόμεθα  η Παναγία  μας
η δική μας  Παναγία
να δίνει την ευλογία σε όλους μας
ΑΜΗΝ.


(6)
Η Κοίμηση της Θεοτόκου
Η εκκλησία μας είναι αφιερωμένη στην Παναγία και γιορτάζει στις15 Αυγούστου.




ΟΙ ΧΩΡΙΑΝΟΙ ΜΟΥ ΚΑΙ Η ΣΧΕΣΗ   ΤΟΥΣ
ΜΕ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
               

     









(8)
Είσοδος Ζωοδόχου Πηγής
Αρχ. Γιάν. Βακάμη
Εδώ μπροστά στην πόρτα κατά την παράδοση υπάρχουν τα βήματα του Κοσμά του Αιτωλού.

(7)
Κοσμάς ο Αιτωλός
                                                                                                               


Είναι Κυριακή πρωί μόλις ο Πέτρος χτύπησε την καμπάνα.
Σε λίγο ξεκινώ για την εκκλησία.
 Μου έρχονται στο μυαλό οι στίχοι του ποιητή Νόβα.

Τη ζωή μου σ' αυτή την εκκλησιά θα προσπαθήσω να θυμηθώ, κατεβαίνοντας το καλτερίμι.
Τότε που μικρά παιδιά ακόμα, μας έπαιρνε η κυρά μάνα η Ρήνα κι η μάνα η Πολύτη από το χέρι και τραβούσαμε για την εκκλησιά μας, την δική μας εκκλησιά.
Να φιλήσουμε την Παναγιά στη χρυσή της την ποδιά, όπως λέει ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου  σ' ένα καταπληκτικό του ποίημα
Εκεί που πήγα να ασπαστώ,
είδα τον μικρό Χριστό
και μου φάνηκε πως κάτι...,
μου ‘γνεψε …με το’ να  μάτι.

Τον ρωτάω τις αγαπάς...;
Μου’ πε...φεύγοντας ο παπάς...,
θα βγω στο περιβόλι απ' έξω
μ’ όλα τα παιδιά να παίξω.

Φίλησα την Παναγιά,
στη χρυσή της την ποδιά.
Έτσι εμείς νιώθαμε την εκκλησιά μας στα χρόνια εκείνα.
Ήταν το δικό μας σπίτι, κι ο Χριστός κι η Παναγιά οι δικοί μας άγιοι, οι δικοί μας  άνθρωποι, όπως ήταν ζωγραφισμένοι στους τοίχους πριν από πολλά- πολλά χρόνια.
 Δεν τον φοβόμασταν τον Χριστό μας, ούτε τους αγίους, μην μας ρίξουν στα καζάνια.... Τους θέλαμε δικούς μας και στη χαρά  και στον πόνο,   κι’ όταν δουλεύαμε στο χωράφι,  κι’ όταν είχαμε άρρωστα τα παιδιά, κι’ όταν γελούσαμε κι’ όταν πονούσαμε, ήταν κοντά μας.


 





(9)
Ο επιτάφιος
   Ο ευεργέτης του χωριού μας Αλέξιος Πλακίδας δώρισε τρείς επιταφίους στο χωριό μας. Τον ένα, πολυτελέστατο μας τον κλέψαν το 1936.
                                 Αρχ Γ.Βακάμη

 Ο Χριστός και οι Άγιοι ήταν δικοί μας, ήταν κοντά μας, έτσι τους νιώθαμε.
Και δεν φοβόμασταν τη ζωή, ούτε το θάνατο.
Πηγαίναμε στην εκκλησιά όλο το χωριό και στις μεγάλες γιορτές και στις μικρές, μόλις χτυπούσε η καμπάνα και δεν νομίζω ότι καμπάνα στον κόσμο είχε γλυκύτερη φωνή, κι όταν μας καλούσε χαρούμενη για τη χαρά, κι όταν μας καλούσε πονεμένη, γιατί κάποιος δικός μας έφυγε για πάντα από το χωριό μας.
Και ακούγαμε τον απλό παπά και τον ψάλτη τον Γιαννάκη της Γλυκερίας να ψέλνουν και δεν φανταστήκαμε ποτέ ότι υπάρχουν καλύτεροι παπάδες και ψάλτες στη γη.
Μιλούσαν στην ψυχή μας, ψέλναν με τη δική μας φωνή.
Κοίταζα τη Μεγάλη Πέμπτη τον Χριστό, πονεμένο πάνω στο Σταυρό και θυμόμουν τον πόνο όλων μας, όλου του λαού μας του σταυρωμένου.

Και δεν ήθελα καν να τον κοιτάζω δίπλα στο Δεσποτικό, τον Χριστό μας, που  μας τον παρίσταναν μεγάλο δεσπότη κυρίαρχο...., κάτι σαν βασιλιά της γης αυτής ή Πατριάρχη ή Δεσπότη..που από αυτούς τράβηξε τόσα πολλά ο λαός μας, αλλά σαν έναν απλό άνθρωπο σαν εμάς « που δεν είχε που την κεφαλήν κλίναι» όπως έλεγε ο ίδιος, και στο πρόσωπό του φανταζόμουν τον σταυρωμένο λαό μας.
Και την μεγάλη Παρασκευή, όλοι μικροί και μεγάλοι, του πηγαίναμε τα πιο αγνά, λουλούδια μαζεμένα από τα Περβόλια, τα Τσούλια  ή τους Παλιόκηπους.
Και του τα προσφέρναμε με πολλή αγάπη, όπως θα τα προσφέρναμαν σε κάποιον δικό μας.
Μαθαίναμε απ' έξω τα εγκώμια, γιατί δεν είχαμε βιβλία.
Μας τα μάθαινε ο δάσκαλός μας ο Λαζαριδης και κάθε απόγευμα κάναμε πρόβα κάτω από τον πλάτανο που είναι κοντά στο καμπαναριό, με τα μεγάλα παιδιά, και αρχηγός μας ήταν ο Μιχάλης ο Παπαβασιλείου και από άλλα παιδιά που πηγαίναν στο Γυμνάσιο.
Έπρεπε να τα αποστηθίσουμε αλλιώς δεν θα μας έβαζαν στη σειρά να ψάλουμε και το θεωρούσαμε μεγάλη ντροπή και από τότε τα ξέρω απ' έξω.
Πόση χαρά νιώθαμε όταν περνούσαμε τρεις φορές κάτω από τον επιτάφιο και μετά ψέλναμε κατά παρέες
« Η Ζωή εν Τάφω....»
Κι όταν γυρίζαμε τον επιτάφιο μοσχομύριζε όλο το χωριό, από τις πασχαλιές και τις μυριάδες λουλούδια  και τα  αηδόνια κάτω στο λάκκο στους Παλιόκηπους συναγωνίζονταν τις δικές μας ψαλμωδίες….
Ω Γλυκύ μου έαρ Γλυκύτατό μου τέκνο
που έδυ σου το κάλος.

Έρρανον τον Τάφον
αι Μυροφόροι μύρα
λίαν πρωί ελθούσαι.
Δεν χρειάζεται να πω με πόση λαχτάρα περιμέναμε την πασχαλιά  να τελειώσει η νηστεία, να τσουγκρίσουμε τα κόκκινα αυγά, αν είχε μείνει κανένα άσπαστο από τον αδερφό μου, και να φάμε τη μαγειρίτσα, και το ψητό του φούρνου- το είχαμε βαρεθεί αλήθεια - όλο το χρόνο κρέας.- 
Πάσχα… Χριστούγεννα… Δεκαπενταύγουστο.....
Τότε δεν υπήρχε η συνήθεια να ψένουμε το αρνί στη σούβλα, αυτό επικράτησε αργότερα από τους σαρακατσαναίους.
 Δεν μπορείτε να φανταστείτε με πόση λαχτάρα περιμέναμε να χτυπήσουμε την καμπάνα  η ώρα έντεκα για να βγει στις δώδεκα  η Ανάσταση .
Τρέχαμε όλα τα παιδιά, από τη μια και την άλλη άκρη του χωριού, για να μην μας προκάνει και χτυπήσει κάποιος άλλος πρώτος την καμπάνα, όπως ο Μιχάλης ο Παπαβασιλείου, που το σπίτι του είναι στο Μεσοχώρι, δίπλα στην εκκλησία, ή τα Μπακαμέικια
 Στις έντεκα η ώρα ακριβώς όλα τα παιδιά ήμασταν μαζεμένα στα χαγιάτια και περιμέναμε.
Μαζευόμασταν όλοι στα χαγιάτια και τρέχαμε όλοι μαζί, ποιος να προκάνει να τραβήξει  πρώτος το σχοινί, να χτυπήσει πρώτος την καμπάνα.
Και μαλώναμε ανεβαίνοντας τη σκάλα  του καμπαναριού και τραβούσαμε ο ένας τον άλλον από τα πόδια στη σκάλα,  κρεμασμένοι σαν τσαμπιά, ένα και δυο και τρία  στο σχοινί της καμπάνας.
Κι όταν άρχιζε το Χριστός Ανέστη, το λέγαμε όλο μαζί το χωριό.
Χαμός.
 Δεν είχε τότε βεγγαλικά ούτε τις σημερινές ασχήμιες.
Ούτε άδειαζε η εκκλησία, όπως συμβαίνει σήμερα  για να προκάνουμε να φάμε, λες και είμαστε νηστικοί για εκατό χρόνια
Νιώθαμε την Ανάσταση δική μας Ανάσταση.
  Περιμέναμε ότι θα ‘ρθούν  καλύτερες  μέρες, να αναστηθούν  και οι ψυχές μας από τον κόπο, από τον πόνο, από τις ταλαιπωρίες του χειμώνα.
Ανάσταση θα πεί άνοιξη και άνοιξη  θα πει Πασχαλιά.
Πασχαλιά θα πει να την γιορτάσεις στο Κουκούλι στο χωριό σου.
 Στην εκκλησιά μας που δεν νομίζω ότι είναι κι ομορφότερη  την πλάση, όπως λέει ο ποιητής.
Δεν νομίζω ότι είναι   κατάλληλος ο χρόνος και ο χώρος εδώ να επεκταθώ και στις άλλες γιορτές, όπως στα πανηγύρια.
Μέσα από άλλα θέματα  θα μας δοθεί η ευκαιρία να μιλήσουμε  ξανά για την πασχαλιά  στο χωριό μας.
                   



Θέμα 2ο
Λαϊκή παράδοση
Έτσι χτίστηκε το χωριό μας

Στα πολύ παλιά, χρόνια πριν το 1330 περίπου, εκεί που σήμερα είναι η βρύση του Μπασιαμάνθου, ήταν μια πηγή ανάμεσα στα βάτα.
 Εκεί βοσκούσε τα προβατάκια του και τα κατσικάκια του ένας αγαθός τσομπανάκος.
Ξαφνικά, βλέπει στο βάθος της πηγής ένα καντηλάκι να φέγγει.
Πλησιάζει και τι να δει   !….;
Την εικόνα της   Παναγίας.
Τρόμαξε ο φουκαράς!  Τρέχει στο χωριό και τους λέει: 
-Αυτό κι' αυτό! Μέσα στα βάτα είδα ένα καντηλάκι  να φέγγει και την εικόνα της Παναγίας.
Στην αρχή δεν τον πίστεψαν, ο τσοπανάκος όμως επέμενε.
Πήγαν μερικοί να δουν.
Όσοι ήταν αγαθοί, καθαροί, βλέπουν πράγματι το καντηλάκι και το εικόνισμα και το είπαν και στους άλλους.
Κατάλαβαν ότι αυτό ήταν σημείο, κάπου εκεί να χτίσουν χωριό.
Κάνανε  νηστεία, προσευχή και πήγαν την εικόνα σε άλλο μέρος, στην Πετούρνα στο Σελιό στην Τσέρνιτσα.
Όπου όμως και να πήγαιναν την εικόνα αυτή έφευγε και το καντηλάκι έφεγγε στο πρώτο μέρος.
Κατάλαβαν ότι εκεί ήθελε η Παναγία να χτιστεί, το χωριό.
Διάλεξαν λοιπόν αυτό το μέρος σαν το πιο κατάλληλο, που να   είναι υγιεινό,  να είναι προσήλιο,  να έχει νερό, και φυσικά να έχει την ευλογία της Παναγίας.
 Χτίσανε εκεί το χωριό, και το είπαν Κουκούλι, μέρος κουκουλωτό δηλαδή.
Από τότε δεν ξαναέφυγε από εκεί η Παναγία, ούτε και θα ξαναφύγει θα μένει αιώνιος προστάτης μας για να μας δίνει υγεία και προκοπή.
Αργότερα πάνω από την πηγή έχτισαν πριν από το 1650 και παρεκκλησάκι   της Ζωοδόχου Πηγής.
Κάτω από το Ιερό κάνανε πηγάδι που τρέχει για όλα τα χρόνια- αγίασμα για όσους ζητούν τη χάρη τους.
Η χάρη της Ζωοδόχου Πηγής ας δίνει υγεία και ευλογία σε όλους μας.


Θέμα  3ο
Από τις παραδόσεις του χωριού μας
        Έτσι λέγαμε τα κάλαντα στα παλιά χρόνια στο χωριό μας
Την παραμονή των Χριστουγέννων, πηγαίναμε όλα τα παιδιά με τον δάσκαλό μας, τον αείμνηστο Κώστα Λαζαρίδη, στην εκκλησιά.
Στο τέλος της λειτουργίας θα κοινωνούσαν όσα ήταν έτοιμα.
Η λειτουργία άρχιζε και τελείωνε νωρίς, για τούτο ήταν δύσκολο να την παρακολουθήσουμε εμείς τα παιδιά.
Εκείνο τον καιρό έριχνε και πολύ χιόνι.
Με το τέλος της λειτουργίας, ο παπα Ηλίας μας έδινε την εικόνα της Γέννησης, μας έδινε και την ευχή του και ξεκινούσαμε να πούμε τα κάλαντα σε όλο το χωριό, όλα μαζί τα παιδιά.
Σε λίγο, όλη η Πανωχώρα και η Κατωχώρα αντηχούσαν από τις παιδικές φωνές.
Κοιτάξετε στον ουρανό,
ένα λαμπρό αστέρι,
με πόση χάρη προχωρεί
στης Βηθλεέμ τα μέρη.

Είναι αστέρι θεϊκό
απ’ το Θεό σταλμένο,
να φανερώσει το Χριστό
το νεογεννημένο.

Παρέκει Μάγοι και σοφοί
σαν βλέπουν τον αστέρα,
θαυμάζουνε και απορούν,
δοξάζουν τον Πατέρα.

Τρέχουν δεν χάνουνε καιρό
στης Βηθλεέμ τη χώρα
να προσκυνήσουν το Χριστό
και να προσφέρουν δώρα.

Τα κάλαντα αυτά τα λέγαν μόνο στο χωριό μας, δεν  τα έχω ακούσει σε άλλο μέρος.
Πιο παλιά λέγαν άλλα κάλαντα.

Κόλιντα  μέλιντα
δος μ’ βάβου κ’λούρα,
σου χτυπώ τη θύρα
κι την παραθύρα,
μέλι στο βαένι,
γλυκό του κουλουκύθι.
 Αν δεν τους έδιναν κάτι τα κάλαντα άλλαζαν και λέγανε.
         
                                    Ξύδι στου βαένι
                          Πουρδή… το κουλουκύθι
Λέγαν κι άλλα που δεν μπορώ να σας  τα πω…..
Ένα παιδί κρατούσε την εικόνα της Γέννησης, δυο κρατούσαν ένα σχοινί, θα περνούσαν τις κολιντίνες.
Οι κολιντίνες ήταν κουλούρες σε σχήμα οχτώ.
 Με το σουβλάκι περνούσαμε τις κολιντίνες στο σχοινί.
Περνώντας από κάθε σπίτι, αφού φιλούσαν οι χωριανοί μας την εικόνα , μας έδιναν ο καθένας ότι είχε.
Άλλος μήλα, άλλος καρύδια, άλλοι ξηρά δαμάσκηνα, σύκα, ξηρά κεράσια. Μας δίναν και σταφίδες και κανένα πορτοκάλι ή μανταρίνι. Οπωσδήποτε όμως την κολιντίνα.
 Μερικοί μας δίναν και καμιά δραχμή.
Πηγαίναμε σε όλα τα σπίτια. Το χωριό εκείνη την εποχή είχε πολλά σπίτια ανοιχτά.
 Αφού γυρίζαμε όλο το χωριό, καταλήγαμε στα χαγιάτια της εκκλησίας. Δίναμε την εικόνα στον παπά, και μοιραζόμασταν ό,τι μας είχαν δώσει. Δεν θυμάμαι να μαλώσαμε ποτέ στο μοίρασμα.

  





   





(11)
Τα Κάλαντα













(12)


Η Γέννηση
Με την εικόνα αυτή
λέγαμε τα Κάλαντα
Θέμα   4ο
Το δωδεκαήμερο στο Κουκούλι
                Χριστούγεννα Πρωτοχρονιά- Φώτα
Ούι.... λέει η Θειάκου, τ'Χρίστ...
Τι πάθαμαν ψές του βράδ'
Τι πάθαταν Θειάκου μ’;   
Βουσκούσαμαν τα κατσίκια μι του μπάρμπα Θόδουρου πέρα στα Λγκάτσια κι ακούμι τραγούδια κι φουνές κι ντέφια να παίζουν..., Ντρουντουντούμ κι ντρουνμτουντουν… χαλούσι ου κόσμους.
Ναι σ' λέου... είναι αλήθεια, ήταν τα κατσόινα, τα παγανά οι καλικάντζαροι.
Με το καταπληκτικό αυτό περιστατικό άρχισαν ένα βράδυ να μου διηγούνται  η Ασπασία και η Θάλεια, πως περνούσαν το δωδεκαήμερο στο χωριό μας το Κουκούλι.
Οι γιορτές αυτές ήταν ξεχωριστές για το χωριό μας, κι έπρεπε να τις γιορτάσουμε όσο το δυνατόν καλλίτερα.
Σε κάθε σπίτι στο χωριό μας, αλλά και στο Ζαγόρι γενικά, άρχιζαν νωρίς οι προετοιμασίες για το χειμώνα, και για τις γιορτές, άρχιζαν από το Καλοκαίρι και το Φθινόπωρο.
Ο καλός ο νοικοκύρης το χειμώνα χαίρεται, λέγαν.
Το κάθε σπίτι είχε όλα τα καλά.
Στο κελάρι ήταν τα γεννήματα, το σιτάρι, το καλαμπόκι.
Στο βαρέλι το κρασί και στις ταμουζάνες το τσίπουρο.
Στα βάζα το γλυκό του κουταλιού, το κεράσι, το βύσσινο, απ' όλα τα καλά.
Στις σακούλες τα καρύδια, τα ξηρά σύκα, ακόμα και σταφύλια κορίθια είχαμε κρεμασμένα μέσα σε σακούλες από το ταβάνι.
Μέσα στο καρδάρι ήταν το κρουγκί, σαν το σημερινό μπέικον, χίλιες φορές πιο νόστιμο και το τυρί και το βούτυρο, κι ο παστουρμάς, που τον κάναμε σφάζοντας το Φθινόπωρ την στέρφα τη γίδα ή το στριμμένο τραγόπουλο.
Τα ξύλα και πρώτα τα μεγάλα κούτσουρα, ήταν στοιβαγμένα στο ξώστρι για να ανάψουν τις άγιες αυτές μέρες, να ζεστάνουν τον Χριστούλη που θα γεννιόταν εκείνο το βράδυ.
Ο καθένας έκανε οικονομία για να περισσέψουν λίγες δραχμές για να ψωνίσουν κάτι για τα παιδιά, αλλά και για τους μεγάλους.
Πολλοί περίμεναν και κάποια χρήματα να στείλουν οι ξενιτεμένοι τους.
 Κι εδώ πρέπει να πούμε κάτι για τους ξενιτεμένους.
Δεν μπορούμε να περιγράψουμε με πόση λαχτάρα περιμέναμε τους δικούς μας από την ξενιτιά.       
Πόσο γλυκό ήταν το αντάμωμα κοντά στη μάνα, στη• γυναίκα ,στα παιδιά και σε όλους τους δικούς μας, αυτές τις μέρες.   
Από τις προηγούμενες μέρες κατεβαίναμε στα Γιάννενα, στην αγορά, και στο παζάρι.
 Θα παραγγέλναμαν καινούργια παπούτσια στου Λύτη, για τα παιδιά, κι αν χρειάζονταν και για τους μεγάλους.
Καινούριο φόρεμα για τα κορίτσια, κι ότι άλλο ήθελε το σπίτι  για να μαγειρέψουμε γίδα βραστή, και χοιρινό με πράσα, ή κομπορολάχανα   με ρύζι, μακαρόνια κι’ ό,τι άλλο  θα βάζαμε στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι.
Ήταν κακό αυτές τις μέρες το σπίτι να είναι άδειο, κι έπρεπε να βοηθήσουμε και όσους είχαν την ανάγκη μας αυτές τις άγιες μέρες,.Δεν έπρεπε κανένας να πεινάει, να μην δυστυχεί, να μην νιώθει μόνος  μέρες Χριστουγεννιάτικες.
Τώρα το σπίτι είναι πανέτοιμο.
Οι ετοιμασίες όμως δεν τελείωναν, γιατί δεν ετοιμάζονταν μόνο οι μεγάλοι, αλλά και τα παιδιά, έπρεπε να ετοιμαστούν για να πουν τα κάλαντα που σας είπαμε παραπάνω.
Και οι ετοιμασίες στο σπίτι συνεχίζονταν.
Έπρεπε να γίνει η πίττα η κρεατόπιτα, η βραστή γίδα, το καταϊφ ο μπακλαβάς Να γίνουν οι λαλαγκίτες, -τα σπάργανα του Χριστού που τα λέμε στα χωριά  να φάει η Παναγία  να κατεβάσει γάλα για να βυζάξει τον μικρό Χριστούλη.
Όλα τώρα είναι έτοιμα για τη μεγάλη μέρα, κι' η χαρά είναι ζωγραφισμένη στα πρόσωπα όλων, κι' αν είχαμε κάποια στενοχώρια προσπαθούσαμε να την κρύψουμε από τα παιδιά να μην τους χαλάσουμε την καρδιά τέτοια μέρα που έρχεται.
Αχ…!  Άχ… Χριστουγενιάτικο
της φαμελιάς τραπέζι
που ταίρι- ταίρι η  όρεξη
με  την αγάπη παίζει.
Την άλλη μέρα όλοι νωρίς στην εκκλησία με τα καλά μας στη λειτουργία.
 Προπολεμικά η λειτουργία γινόταν νωρίς στις πέντε το πρωί, δεν μπορούσαν όμως να την παρακολουθήσουν τα παιδιά και οι ηλικιωμένοι και οι ανήμποροι και για τούτο αργότερα καθιερώθηκε να γίνεται στις επτά το πρωί.
Μετά τη λειτουργία πηγαίναμε στα συγγενικά πρόσωπα επίσκεψη και στους Χρίστηδες και τις Χριστίνες που γιόρταζαν.
Το μεσημέρι το τραπέζι είχε απ' όλα τα καλά και πρώτα την αγάπη και την ευλογία του νεογέννητου Χριστού.
Θα σας πούμε τώρα κάμποσες ιστορίες για τα κατσόϊνα, τους καλικάντζαρους για να γελάσουμε.
Τα κατσόϊνα τα πιστεύαμε εμείς τα παιδιά και τα φοβόμασταν.
Μας λέγαν ότι μοιάζουν με κακομούτσουνα ανθρωπάκια, με κερατάκια, ντυμένα με κουρέλια.
 Πολλές φορές βάζαν κουρελιάρικα ράσα και μοιάζαν με κακοντυμένο παπά για να μας ξεγελάσουν.
Γυρίζαν στις ρεματιές τραγουδώντας παράφωνα παίζοντας το ντέφι.
 Πείραζαν τις νιόπαντρες, τα κορίτσια και τις γριές.
Προσπαθούσαν να κόψουν το δέντρο που κρατά τη γη.
   Πείραζαν τους μυλωνάδες και τις μυλωνούδες, για τούτο οι μυλωνάδες μόλις νύχτωνε κλείναν το μύλο και πήγαιναν στο χωριό.
Κατεβαιναν από  τα τζάκια- τα μποχαριά που τα λέμε - στα δωμάτια για τούτο οι νοικοκυραίοι πάντα καίγαν στο τζάκι λιβάνι.
Είναι πειραχτήρια, σκανδαλιάρικα και παίρνουν τη φωνή μας, αν μας ακούσουν μετά τη δύση του ήλιου.
΄Όμως είναι αγαθιάρικα πλάσματα χωρίς να έχουν  κάνει κανένα κακό σε κανέναν και δεν μοιάζαν με  τα φαντάσματα του Βορά και τους  Δράκουλες των Καρπαθίων.
Σας είπαμαν την ιστορία με την Θειάκο και τον μπάρμπα Θόδωρο.
 Στο τέλος θα σας πούμε και άλλες ιστορίες που λέγαμε για τους καλικάντζαρους.




Πρωτοχρονιά
Η πρώτη του χρόνου είναι μέρα σημαδιακή για όλους.
Πρέπει το σπίτι να είναι έτοιμο σε όλα.
Να μην λείπει τίποτε, γιατί θα λείπει όλο το χρόνο. Να είναι τυχερό για να είναι όλος ο χρόνος τυχερός.
Ντύναμε το σπίτι με τα πιο καλά ρούχα και μεις βάζαμε τις πιο καλές μας φορεσιές και πάντα κάτι καινούργιο για το καλό του χρόνου.
Η βασιλόπιτα ήταν το σύμβολο της πρωτοχρονιάς και την κάναμε με ξεχωριστό μεράκι.
Την κάναμε συνήθως αλευρόπιτα.
Μέσα βάζαμε και το φλουρί το κωσταντινάτο και διάφορα πράγματα που είχαν σχέση με τη ζωή του χωριού μας, την τύχη, την υγεία, τις ασχολίες μας κ.λπ.

Βάζαμε κλαδί κρανιάς, να είμαστε γεροί, κλαδούρι για να έχουν τα γίδια μας γάλα κ.λπ.
 Για να μην κλαίν  τα μικρά, τέτοια μέρα, ότι δεν βρήκαν νόμισμα στην πίτα, η μάνα έβαζε σε μέρη που ήξερε και μικρά νομίσματα μικρής αξίας για να τα βρουν και να ικανοποιηθούν.


Τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς ήταν τα συνηθισμένα.
Άγιος Βασίλης έρχεται   
Πηγαίναμε στα συγγενικά σπίτια κατά παρέες και στα φιλικά και μας δίναν καμιά δραχμή, ή ότι είχε ο καθένας.
 Την παραμονή οι μεγάλοι παίζαν χαρτιά για το καλό του χρόνου, ποτέ όμως δεν παίζαν για πολλά χρήματα, κομάρ, όπως συνηθίστηκε αργότερα.
Το κλέψιμο του νερού
 Ένα μοναδικό έθιμο στον τόπο μας.
Οι γυναίκες του χωριού μας, μόλις έρχονταν ο καινούργιος χρόνος, στις δώδεκα ακριβώς, παραφύλαγαν στις εξώπορτες κρατώντας ένα κανάτι στο ένα χέρι και στο άλλο ένα πιατάκι με λίγο βούτυρο, τυρί και μέλι.
 Με το έμπα του χρόνου, άρχιζαν να τρέχουν όσο μπορούσαν πιο γρήγορα, να φτάσουν στην κάτω βρύση την Στέρνα και να πάρουν πρώτες το καινούργιο νερό, όπως λέγαν.
 Και πολλές φορές μάλωναν ....στο δρόμο και έσπρωχνε η μια την άλλη και γελούσαν και πειράζονταν και κάθε μια προσπαθούσε να φέρει πρώτη το νερό στο σπίτι.
 Τις περισσότερες φορές το έκλεβε η Κλεονίκη της Βασλάκαινας , που το σπίτι της ήταν στο Μεσοχώρι.
Για να καταλάβουν και οι άλλες ποια πρώτη έκλεψε το νερό αλείφαν την βρύση με βούτυρο και μέλι και κάναν  μια κόκκινη γραμμή με μια κόκκινη πέτρα, για το καλό του χρόνου.
Το καινούργιο νερό, όλες μας, και όχι μόνο αυτή που το έκλεψε, το πηγαίναμε στο σπίτι να ραντίσουμε τα πάντα, κι όσα είχαν ζωή, κι' όσα δεν είχαν.
Μπροστά πήγαινε ο παππούς με τη γιαγιά και ακολουθούσαν ο πατέρας με τη μάνα και τα παιδιά.

                                                           
Φέρναμε και μια μεγάλη κοτρώνα, που δύσκολα την σήκωνε κάποιος και χτυπούσαμε με αυτό αυτούς που μέναν στο σπίτι για να είναι γεροί όλο το χρόνο και τραγουδούσαμε.

Σ' αυτό το σπίτι το ψηλό πέτρα να μην ραϊση
κι ο   νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει.

Μετά τη βάζαμε στην είσοδο του σπιτιού  για να  διώχνει το κακό.
Μεγάλη σημασία δίναμε σε αυτόν που θα μπει πρώτος στο σπίτι, να μας κάνει ποδαρικό.
                                           

Έπρεπε να είναι τυχερός, να έχει και τους δυο γονείς του, να μην είναι χουρσούζης.
Υπήρχαν άτομα τυχερά στο χωριό μας που τα ξέραμε και φροντίζαμε να μπουν πρώτα  μέσα και άτομα  χουρσούζικα, που τα αποφεύγαμε.

               


Το κόψιμο της Βασιλόπιττας
Η πιο σημαντική στιγμή της Πρωτοχρονιάς ήταν το κόψιμο της βασιλόπιττας.
 Μόλις σβήσουν τα φώτα και έρθει ο καινούργιος χρόνος, μετά τις αγκαλιές και τα φιλιά, τις ευχές και το βρέξιμο με το καινούργιο νερό, φτάνει η στιγμή  να κόψουμε τη βασιλόπιτα.
Όλοι είναι γύρω στο τραπέζι, στη μέση η πίττα αχνιστή  περιμένει.
Ο πιο μεγάλος της οικογένειας τη σταυρώνει και με το μαχαίρι τη μοιράζει σε φελιά.
Το πρώτο για τον Αϊ Βασίλη και συνεχίζει, για τη γιαγιά, για τον παππού, για τους γονείς, και τα παιδιά, για τους ξενιτεμένους, για το σπίτι, για τους φτωχούς.
Όλοι περιμένουν σε ποιόν θα πέσει το φλουρί, σε ποιόν ο σταυρός, σε ποια το δαχτυλίδι, και βγαίνουν τα καλά σημάδια ,μα το φλουρί αργεί και η αγωνία μεγαλώνει, τέλος ξεφυτρώνει σε  κάποιο ακρινό φελί, βρέθηκε ο τυχερός της χρονιάς, ευχές, χειροκροτήματα και όλα  κλείνουν με το τσούγκρισμα των ποτηριών και την ευχή και του χρόνου  νάμαστε  καλά  και όλοι στο μέτρο.

Το απόγευμα πηγαίναμε επισκέψεις στα δικά μας σπίτια, στους Βασίληδες και στις Βασιλείες. Τα γλυκά,  μεζέδες, χοροί  και τραγούδια. Ευχές για  καλό γυρισμό των ξενιτεμένων και των στρατευμένων. Αλήθεια πόσοι έλειπαν εκείνα τα χρόνια στην ξενιτιά και στο στρατό.
  Χρόνια  δύστυχα, πόλεμοι, πείνα,  κατοχή, τι τράβηξε αυτός ο τόπος!….
Έτσι περνούσαμε την πρωτοχρονιά στα παλιά χρόνια.
                                                              
           Αχ!…άχ! Πρωτοχρονιάτικο της φαμελιάς τραπέζι
            που μες το σπίτι η χαρά με την αγάπη παίζει.

                     

                    


Θέμα 5ο
Τα Φώτα και ο Αϊ Γιάννης στο χωριό μας
Τώρα θα  πούμε και λίγα για τη γιορτή των Φώτων και του Αϊ Γιαννιού.
Τα Φώτα όπως και όλο το δωδεκαήμερο ήταν και αυτή μια μεγάλη γιορτή για τον τόπο μας και για το χωριό μας και γιορτάζονταν με ξεχωριστή λαμπρότητα.
 Ήταν η γιορτή του φωτός, γιόρταζαν τα νερά, γιόρταζε όλη η φύση, το  νερό, που  είναι πηγή ζωής για όλους μας που δυστυχώς σήμερα πολύ λίγο τα σεβόμαστε.
Έπρεπε το σπίτι να είναι κατακάθαρο και στολισμένο με τα καλύτερα ρούχα.
 Και για τα φώτα ήταν ξεχωριστές οι ετοιμασίες.
Απαραίτητη ήταν η κότα η βραστή ή ψητή.
Μην ξεχνάμε την κυρά Γιάννενα της παλιάς ιστορίας, που κάθε χρόνο ξημερώνοντας του Αι Γιαννιού, έβραζε η φτωχή, την κότα της και περίμενε είκοσι χρόνια τον Γιάννη της νάρθει από την ξενιτιά, όπως λέει στο θαυμάσιο διήγημα του ο Χριστοβασίλης «Ανίκητη Ελπίδα.»
Πίτα κότα το Γεννάρη, κόκορας τον αλωνάρη, λέει η  παροιμία.
Έκαναν και άλλα φαγητά και περισσότερο κρεατόπιτες.
Ο αγιασμός των υδάτων γινόταν μέσα στην εκκλησία, δεν έχουμε ποτάμι κοντά στο χωριό. Στον αγιασμό έβγαινε σε δημοπρασία η εικόνα της Βάπτισης.
 Θα την κρατούσε όποιος έδινε τα πιο πολλά λεπτά, αυτός ήταν ο νουνός.
Μετά πηγαίναμε επισκέψεις στα συγγενικά και στα φιλικά μας σπίτια.
Την παραμονή του Σταυρού κρατούσαμε όλοι νηστεία και από λάδι, τότε γινόταν και ο μικρός αγιασμός.
Κοινωνούσαν όσοι θέλαν και την άλλη μέρα μετά την λειτουργία γύριζε ο παπάς όλα τα σπίτια να κάνει τον αγιασμό.
Κρατούσε ένα μικρό κατσαρολάκι- μπαγράτσι το λέγαμε-και με ένα κομμάτι βασιλικό γύριζε και αγίαζε τα σπίτια.
Τον ακολουθούσε και ένα παιδί που κρατούσε το σακούλι και μέσα έβαζε ότι του έδιναν, σταφίδες, σύκα, στεγνά κεράσια και βάλε. Πολλά απ’ αυτά και τις δραχμούλες τα κρατούσε ο παπάς και τα άλλα τα έδινε στο παιδί που τον συνόδευε.
Θα σας πούμε τώρα κάμποσες ιστορίες για τα κατσόϊνα, τους καλικάντζαρους. Στο τέλος θα σας πούμε και άλλες ιστορίες που λέγαμε για τους καλικάντζαρους.
  Τέλειωσαν τα φώτα  φεύγουν και οι καλικάντζαροι, και τα παιδιά τραγουδάν.

Α΄. Καλικ- Άσπρος κόκορας λαλεί.
Β΄. Καλικ . Κόκορας είναι κι’ ας λαλεί.
Γ΄.Καλικ     Κόκκινος κόκορας λαλεί.
Α΄. Καλικ.  Κόκορας είναι κι ας λαλεί.
Β΄. Καλικ Μαύρος κόκορας  λαλεί.
Όλοι μαζί
Φεύγετε να φεύγουμε,
 κι' έρχεται ο τουρλόπαπας με την αγιαστούρα του
και με την βρεχτούρα του
και μας άγιασε
και μας  χιλιομαγάρισε.
Τα μπακίρια φορτωμένα τα παιδιά ζαλικωμένα.

Η Θάλεια όμως δεν τελειώνει, θα μας πει ακόμα ένα παραμύθι για τα κατσόϊνα, αξίζει ο κόπος να   τ’ ακούσουμε.
Θα σας πω  το παραμύθι για την πεντάμορφη και τα κατσοϊνα.
Μια φουρά κι' έναν κιρό ήταν μια μητριά κι είχι δυό κουπέλις μια δ' κιάτς κι μια προυγουνή απ' τ'ν πρώτ' τ' γυναίκα τ' άντρα τ'ς Ήθιλι όμους να τ'ν ξικάν τ'ν προυγουνή του δουδικάημερου τ' ν έστλ' ν'αλέσ στου μύλου.
Ου μύλους έκλεινι του δωδεκαήμερου, οι μυλουνάδις φοβόνταν τα κατσόινα, του κουρίτ'ς βρήκι του μύλου ανοιχτό, οι καλικάντσαροι τουν είχαν ανοίξ'. Μπαίνει μέσα, λαχτά'ρσι, είχι όμως θάρρος. Την περικύκλωσαν οι καλικάντζαροι, την έβαλαν στη μέση κι άρχισαν να τραγουδάν.
Τέτοια νύφη δεν την είδα,
νάχει μύτη κουντηλένια,
δόντια μαργαριταρένια.
Κι δόστ' χουρό οι καλικάντζαροι και πάλι τραγουδούσαν.
Τέτοια νύφη δεν την είδα,
νάχει μύτη κοντηλένια,
δόντια μαργαριταρένια.
Ως που ακούστ’κι ου μαύρους κόκκορας, κι έγιναν άφαντ'.
Ξέχασα να σας πω ότ' πρωτού φύγουν, έφυγαν ευχάριστημέν'. γιατί δεν τους φοβήθκι' του κουρίτς ,να βάλ τα'ς φουνές κι τα κλάματα, είχι βλέπ' ς θάρρους, τ'ν φώναξαν κι τσίπαν. Πάρι κουπέλαμ' τούτο του σακ'λάκ', κι μην του ανοίξ'ς πρίν φτάσ' στου σπίτ'ς.
Του ανοίγει στου σπίτ' κι τι να δεί, είχι μέσα φλουριά.
Τόμαθι η κακή μητριά έστ’ λι του δικό’ τα’ του κουρίτ’ς δεν τα’ έδουκαν τίπουτι, έσκασι  απόυ του κακό τ'ς.
  Έτ'ς τιμουρήθκι η κακή μητριά, κι έτσ' πληρώθκι του καλό κουρίτς' από τα καλικαντζαραράκια.
 Σας άρισι του παραμύθ'.
Θέλ' κι κουβέντα Θάλεια μ' απάντησα.
Η περιφορά των εικόνων την ημέρα του Αϊ Γιαννιού.
Το χωριό είχε και πολλούς Γιάννηδες, κι έπρεπε το σπίτι να γιορτάσει τους Γιάννιηδες και τις Γιαννούλες
Την ημέρα του Αί Γιαννιού, μετά τη λειτουργία, όλο το χωριό, από τα παιδάκια ως τους ηλικιωμένους, γέροντες και γριούλες με τα  μπαστουνάκια, ακόμη και ανήμποροι, και όσοι δεν μπορούσαν καλά- καλά να περπατήσουν, παίρναν από μια εικόνα από την εκκλησία, -Κουμάντο έκανε ο επίτροπος ο Ηλίας ο Δημότσιος, -  μπροστά ο νουνός που είχε αναδειχτεί τη μέρα των Φώτων, πίσω ο παπάς με τους ψάλτες και πιο πίσω τα επίσημα πρόσωπα του χωριού, οι προεστοί, οι άρχοντες, ο δάσκαλος, οι ηλικιωμένοι, όλο το χωριό και στο τέλος τα παιδιά με τις μανάδες των ακολουθούσαν την τελετή και στέκονταν στα σπίτια που γιόρταζαν.
Αν το σπίτι ήταν πλούσιο στρώναν τραπέζι  έπαιρναν μεζέ   πίναν κρασί και τσίπουρο οι άντρες και  κερνούσαν γλυκά  τις γυναίκες και τα παιδιά.
Αχ παιδικά χρόνια, ευτυχισμένα χρόνια, δεν θα ξαναγυρίσουν πια.

Θέμα 6o
Η γιορτή των Τριών Ιεραρχών
Των Τριών Ιεραρχών τη γιορτή
ας γιορτάσουμε αδέρφια και πάλι
στην πατρίδα μας είναι αυτή
των γραμμάτων ημέρα μεγάλη.
Με τους στίχους αυτού του σχολικού τραγουδιού, που το τραγουδούσαμε τη μέρα των Τριών Ιεραρχών, στη Βελλά, και με το τροπάριο και το Απολυτίκιο των Τριών Ιεραρχών « Τους τρεις μέγιστους φωστήρας της Τρισηλίου Θεότητος» θα αρχίσω σήμερα να γράφω πως γιόρταζαν στα παλιά χρόνια, τους Τρεις Ιεράρχες.
Αφορμή και πάλι πήρα από τις διηγήσεις της Θάλειας και της Ασπασίας και άλλων χωριανών μου που ζήσαν εκείνα τα χρόνια και ζουν μέχρι σήμερα.
Σήμερα, όπως όλες οι εκδηλώσεις, έχει χάσει κι αυτή το χαρακτήρα της και τη σημασία της.
Γίνεται μια γιορτή καθαρά τυπική, μια λειτουργία στην εκκλησία των πόλεων και ένα μνημόσυνο λίγων λεπτών χωρίς νόημα. Στο χωριό μας ούτε καν λειτουργία γίνεται.
 Εκείνη την εποχή η γιορτή των Τριών Ιεραρχών είχε διπλή σημασία, ήταν θρησκευτική γιορτή και παράλληλα, κρυφά βέβαια, εθνική.
Έδινε την ευκαιρία στους κατοίκους του χωριού μας και γενικά του Ζαγορίου, μαζί με την τόνωση του θρησκευτικού συναισθήματος να καλλιεργήσουν και την αγάπη για την πατρίδα, και τούτο είχε μεγάλη σημασία, αφού την εποχή εκείνη ο τόπος μας βρισκόταν ακόμη υπό Τουρκική κυριαρχία μέχρι το 1913.
Πως γιόρταζαν τους Τρεις Ιεράρχες.
Το πρωί στις τριάντα του Γεννάρη γινόταν πανηγυρική λειτουργία και λάβαιναν μέρος όλοι οι κάτοικοι του χωριού. Ήταν μέρα αργίας για όλους, ακόμα και ο τσομπάνος δεν έβγαζε τα γίδια. Γέμιζε η εκκλησιά, έβλεπες από μανάδες με τα παιδιά τους μέχρι τις γριούλες και τους γέρους με τα μπαστουνάκια τους.
Τα παιδιά του σχολείου ντυμένα τα καλά τους ρούχα, και πολλά στον κόρφο τους κρύβαν Ελληνικές σημαίες, όταν όμως έγινε Ελληνικό μπροστά κυμάτιζε ελεύθερα η γαλανόλευκη, και τις σημαίες τα παιδιά δε χρειαζόταν πια να τις κρύβουν στον κόρφο τους.
Όλοι λοιπόν με τάξη στην εκκλησία, αριστερά τα κορίτσια δεξιά τα αγόρια.
Οι δάσκαλοι ήταν αυστηροί εκείνες τις στιγμές. Όλοι να παρακολουθούν, κανείς να μη μιλά.
Μετά όταν γυρίζαμε στο σχολείο ο δάσκαλος μας έβαζε να του πούμε πώς έγινε η γιορτή, τι καταλάβαμε και αν δεν ξέραμε μας έκανε παρατηρήσεις.
Σε μια μεριά της εκκλησίας οι άρχοντες του χωριού, σε ξεχωριστά στασίδια.
Οι Κοκκοραίοι, οι Πλακιδαίοι, οι Κουτούζηδες και όσοι είχαν κάτι να προσφέρουν για την εκκλησία και το χωριό.










   







(13)
Οι τρεις Ιεράρχες
Οι ευεργέτες του χωριού ήταν όλοι εκεί : Πλακιδαίοι, Στρουμπάιοι, Κουτούζηδες ακόμη και πιο φτωχοί, όπως οι Σβωλαίοι, ο Παπαγιώργης η γιαγιά Γκαρίνο και τόσοι άλλοι -που πριν φύγουν από τη ζωή -αφήναν το χωραφάκι τους ή λίγα χρήματα που είχαν για την εκκλησία, το σχολείο, το χωριό γενικά.
- Ποιος φέτος θα βοηθήσει την εκκλησιά, το σχολειό,-το χωριό, έλεγε ο επίτροπος της εκκλησίας, που ήταν από τα πιο σεβαστά πρόσωπα. και ο καθένας πλειοδοτούσε σε καλοσύνη.
-Εγώ θα δώσω δέκα λίρες για τα φτωχά κορίτσια έλεγε ο άρχοντας ο Πλακίδας.
-Εγώ για να γίνει καινούριο σχολείο δίνω το οικόπεδο του σπιτιού μου και λίγα χρήματα που έχω, έλεγε ο Στέφανος ο Κουτούζης.
-Εγώ το σπίτι μου για το σχολειό ο Παπαγιώργης.
-Εγώ θα δώσω το χωραφάκι μου, μετά το θάνατό μου για την εκκλησιά έλεγε η γιαγιά Γκαρίνο.
Όλοι δάκρυζαν στο άκουσμα και σ' όλους γινόταν παράδειγμα για μίμηση.
  Ας είναι αιωνία η μνήμη τους.
Όταν τελείωνε η λειτουργία γινόταν μνημόσυνο για τους απ' αιώνος αποβιώσαντες Κουκουλιώτες και ξεχωριστά για τους ευεργέτες και δωρητές.
Στο μέσον της εκκλησίας ήταν ένα κενοτάφιο, πάνω ένα στεφάνι με λίγα λουλούδια και ένας πίνακας με τα ονόματα των νεκρών ευεργετών.
Ο επίτροπος στη συνέχεια διάβαζε από μια κατάσταση τα ονόματα των ευεργετών και δωρητών που ζούσαν ακόμη και τις προσφορές τους. Με πόση συγκίνηση ακούγαμε τα ονόματα των.
Τους ευεργέτες τους λέγαμε στο χωριό και λασοθέτες και την ευεργεσία τους λάσα, δεν γνωρίζω από που προέρχεται η λέξη λάσα και λασοθέτες.

Μετά το μνημόσυνο όλο το χωριό μαζεύονταν στο σχολείο.
 Εκεί θα γινόταν η σχολική γιορτή.
Όπως είπα και στη Θεία λειτουργία, και στο μνημόσυνο ήταν κι εδώ όλο το χωριό και οι άρχοντες και οι ευεργέτες. Όλοι, -όλοι. Κανείς δεν έλειπε.
Μετά τα τροπάρια τα παιδιά λέγαν τραγούδια θρησκευτικά και εθνικά.
Είπα στην αρχή ότι μέσα από τη γιορτή περνούσαν και εθνικά μηνύματα.
Λέγαν και ποιήματα παίζαν και σκετσάκια θρησκευτικού και εθνικού περιεχομένου. Φεύγοντας ο κόσμος, έμεναν στο σχολειό οι άρχοντες, οι επίτροποι και οι ευεργέτες και κουβέντιαζαν μεταξύ τους για τα προβλήματα του σχολείου και του χωριού και πώς μπορούν να τα αντιμετωπίσουν.

Προσπάθησα να περιγράψω όσο μπορούσα καλύτερα, από όσα άκουσα και είδα και θυμάμαι, πως γιόρταζαν των Τριών Ιεραρχών στα παλιά χρόνια. Σίγουρα δεν τα κατάφερα. Πώς να περιγράψεις το μεγαλείο μιας τέτοιας γιορτής; Αυτά τα γεγονότα μόνο τα ζεις.
Χρέος, τώρα, δικό μας είναι να τα θυμόμαστε.




                  Θέμα 7ο
Η οικογένεια Πλακίδα.

Προτού ξεκινήσω να γράψω για την οικογένεια Πλακίδα   θα   κάνω μια διευκρίνιση.
Μ' αυτές τις λίγες γραμμές δεν θα αναφερθώ αναλυτικά στη ζωή και την δράση της οικογένειας, δεν είναι αυτός ο σκοπός μου, εδώ θέλω να δώσω κάποιες γενικές πληροφορίες για τη ζωή και το έργο τους. Όποιος θέλει να μελετήσει λεπτομερειακά τη ζωή τους ας ανατρέξει στη  βιβλιογραφία που υπάρχει στο τέλος  του βιβλίου.
 Στοιχεία για την ύπαρξη της οικογένειας έχουμε πριν το 1800.
Τα μέλη της πρέπει να ταξιδεύονταν από τότε  στη Ρωσία και σε άλλες περιοχές και πρέπει να είχαν αποχτήσει μεγάλη περιουσία, όπως δείχνουν, το αρχοντικό τους και τα κτήματα που είχαν στο εξωτερικό και στο χωριό μας.
Στην αρχή φαίνονται με το επώνυμο Κανέτσος μετά το 1850 υπογράφουν με το επώνυμο Πλακίδας.
Η φιλανθρωπική και κοινωνική των δράση ξεκινά από την ξενιτιά  και για τούτο τους δόθηκε από τη Ρωσική κυβέρνηση ο τίτλος του Σπαθάριου και  από το 1850  επεκτείνεται στην Ελλάδα και στο χωριό τους που το επισκέπτονται τακτικά.


(14)
Η κυρία Ευγενία Ζαρουχλιώτη-Πλακίδα
Ευεργέτησα του χωριού μας.
Μαζί με την αδερφή της Ειρήνη Δάνου- Πλακίδα δώρισαν στην αδελφότητα το αρχοντικό Πλακίδα.
Αρχ. Οικ Πλακίδα.

Πρώτα δίνουν χρήματα για την νεόδμητη Μητρόπολη Αθηνών, πολλά πολύτιμα σκεύη και δύο επιτάφιους, τον ένα καθημερινής χρήσης και τον άλλον πολυτελέστατο για τις επίσημες τελετές.
Έναν επιτάφιο πολυτελέστατο και σπάνιας τέχνης δώρισαν και στο χωριό μας το  Κουκούλι. Δυστυχώς το 1936 μας τον έκλεψαν.
 Ανακατασκευάζουν το τρίτοξο γεφύρι, το Καλογερικό, που από τότε ονομάζεται το γεφύρι του Πλακίδα.
 Δίνουν χρήματα το 1852 για να κατασκευαστεί εκ βάθρων ο βόρειος τοίχος της εκκλησίας μας και να τοιχογραφηθεί.
Την φιλανθρωπική πνοή των παππούδων συνεχίζει ο κατά πάντα άξιος Ευγένιος Πλακίδας, παιδί του Ανδρέα Πλακίδα, ανεψιός του Αλέξιου που γεννήθηκε στο Κουκούλι το 1856.
Από  το 1892 που λήστεψαν το σπίτι του και  πήραν αιχμάλωτο τον παππού του και έναν ανεψιό και για να μην τους σκοτώσουν πλήρωσαν λίτρα 2000 χρυσές τουρκικές λίρες, έμενε πότε στο χωριό και πότε πήγαινε στην ξενιτιά.
Τελικά εγκατέλειψε οριστικά το χωριό, και εγκαταστάθηκε στα Γιάννενα στο αρχοντικό κι’ εκεί έζησε ως το θάνατό του το 1919.
Παρά την πίκρα του δεν ξέχασε το  χωριό του, ούτε τα Γιάννενα. Συνέχισε την φιλανθρωπική του δράση.  Έδωσε χρήματα για να επισκευαστεί το Αρχιμαντρειό και η Αγία Αικατερίνη, έδωσε χρήματα για το Νοσοκομείο Χ" Κώστα βοήθησε πολλαπλώς το χωριό μας, την εκκλησία, την   κοινότητα, το σχολείο και κάθε οικογένεια που είχε ανάγκη.
Ήταν όμως δυστυχώς άτυχος στη ζωή του, όπως συμβαίνει συνήθως σε κάθε μεγάλη καρδιά.
 Δεν τον λύπησε τόσο που έχασε από τους ληστές την περιουσία του, όσο που σε διάστημα πέντε ετών έχασε και τα δυο  του παιδιά, τον Ανδρέα και τον Αλέξιο σε ηλικία 17 και 25 ετών.
Τους έκανε ένα πολυτελέστατο μνημείο στο Νεκροταφείο Ιωαννίνων, αυτό όμως δεν μπορούσε να απαλύνει τον πόνο του.
Πριν φύγει από την ζωή κατέθεσε 5000 χρυσές δραχμές στην Εθνική Τράπεζα για τη συντήρηση του αρχοντικού του στο Κουκούλι.
Δυστυχώς και μετά θάνατον στάθηκε άτυχος και όχι μόνον αυτός αλλά και το χωριό μας. Στην κατοχή έχασε και τα χρήματα που είχε κατατεθειμένα για να επισκευαστεί το αρχοντικό με αποτέλεσμα τώρα το σπίτι του μεγάλου αυτού εθνικού ευεργέτη να κινδυνεύει με κατάρρευση.
Δυστυχώς άνθρωποι που ευεργετήθηκαν από τους Πλακιδαίους και τους απογόνους τους, έφτασαν στο σημείο να στραφούν κατά των ευεργετών τους και να διεκδικήσουν- ουσιαστικά να αρπάξουν- χρησιμοποιώντας νομικίστικα τερτίπια  το σπίτι που έζησε ο μεγάλος ευεργέτης και που οι εγγονές του συνεχίζοντας το έργο των παππούδων τους το δώρισαν στην αδελφότητα.
Η αδελφότητα είναι ορκισμένη να μην ξεχάσει την μνήμη της οικογένειας Πλακίδα, αλλά και την μνήμη όσων προσέφεραν για το χωριό μας,  θα  κάνει ό,τι μπορεί για να μείνει όρθιο το αρχοντικό, να επισκευαστεί, να αποκατασταθεί στην πρώτη του μορφή και να δοθεί στον πολιτισμό του τόπου μας.
Ελπίζουμε ότι η Παναγία που τον ένα τοίχο της εκκλησίας της έκανε η οικογένεια Πλακίδα, θα μας βοηθήσει, έτσι και η μνήμη των ευεργετών θα αποκατασταθεί  κι η πολυπικραμένη ψυχή του Ευγένιου, που ήταν όνομα και πράγμα ψυχή ευγενική θα νιώσει κάποια ικανοποίηση, έστω στην άλλη ζωή.
Εμείς δεν μπορούμε να πούμε τίποτε άλλο.
Αιωνία τους η μνήμη.
Ήταν όλοι τους ένα χέρι αγάπης γα τον συνάνθρωπο, τον τόπο τους για την πατρίδα τους.
Η μνήμη των αιώνια άσβεστο φως για όλους μας.

 Πίνακας με τα ονόματα των μελών της οικογένειας Πλακίδα.
            
 Πρώτη σειρά όρθιοι.
1 Ελένη Πλακίδα- Κούρεντα
2 Αλέξιος Πλακίδας γιος του Ευγ. Πλακίδα.
3 Ιππολύτη Πλακίδα- Παλαιοπούλου κόρη του Ευγ. Πλακίδα.
Δεύτερη σειρά καθιστοί
              1. Ευγενία Πλακίδα-Σύζυγος του Ευγενίου.
          2.     Ευγένιος    Πλακίδας.   
          3.    Ευνομία    Πλακίδα    -Ζαρουχλιώτη-Δάνου.
               Κόρη του Ευγ.  και μητέρα των αδελφών Ευγενίας   Ζαρουχλιλωτη και Ειρήνης Δάνου.
              Τα μικρά που είναι όρθια.
Πιθανόν Το πρώτο ο Ανδρέας Παλαιόπουλος εγγονός του Ευγενίου.
και  η  Ευγενία Ζαρουχλιώτη  Εγγονή  του  Ευγ.   Πλακίδα.  Λείπει  ο Κων/νος Πλακίδας. Γιος του Ευγενίου. Πιθανόν να έχει χαθεί.
Τα δυό του αγόρια Κων/νος και Αλέξιος τα έχασε πολύ νωρίς. Οι προτομές των είναι στο κενοτάφιο της οικογένειας που είναι στο νεκροταφείο του Αγ.   Νικολάου  στα  Γιάννενα.
Την φωτογραφία έβγαλε γύρω στα 1915 o Χριστοδ/ος. Δημητριάδης από την  - Μπάγια-Κήπους –Ζαγορίου.


Θέμα 8ο
Ένα ανέκδοτο που έχει σχέση με τα Φώτα
Ο λαίμαργος παπάς

Τέλειωσε η λειτουργία των Φώτων, έγινε ο αγιασμός των υδάτων στο Μεσοχώρι από τον παπα- Δημήτρη ,ο καθένας πήρε αγίασμα για να ραντίσει τα ζώα του, να είναι γερά και τα κτήματα να κάνουν πολλούς καρπούς, μερικοί πήγαν επισκέψεις στους Φώτηδες και στις Φωτινές και οι άλλοι στα σπίτια τους.
Τελειώνοντας με φωνάζει ο παπάς.
-    Γιάννη, θα πάμε μαζί να κάνουμε αγιασμό στα σπίτια; Εσύ θα κρατάς το μπαγράτς - το μικρό κατσαρολάκι με το αγίσσμα -και το σακούλι. Ό,τι σου δίνουν θα τα βάζεις στο σακούλι, αν σου δίνουν καμιά δραχμή θα τη δίνεις σε μένα, να την ρίχνω στο μπαγράτς....
-Καλά παπα- του λέω, ας ξεκινήσουμε.
Ξεκινήσαμε:
Αρχίσαμε από την Πανωχώρα.
Πρώτα από το σπίτι του Γρηγόρη του Ζήγου.
Εκείνη τη χρονιά, πρέπει να ήταν τα Φώτα του 1946, είχε ρίξει κάμποσο χιόνι, δεν το είχε παγώσει και από τα πατήματα το έκανε νεροπάπαλα, όπως λέγαμε –ό,τι χειρότερο για να περάσει το νερό από τα τρύπια παπούτσια μου να μουσκέψουν οι κάλτσες μου, και να παγώσουν τα πόδια μου.
Από το σπίτι του Γρηγόρη πήγαμε στου Γιαννάκη της Γλυκερίας, από εκεί στων Τολιδαίων στων Παππαίων και βάλε...Τότε το χωριό είχε ακόμα πολλά ανοιχτά σπίτια.
Σε κάθε σπίτι:
-    Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου Κύριε    .   
Και ο κόσμος μας έδινε ότι είχε και τι να είχε τέτοια χρονιά μετά την κατοχή….;
 Άλλος μας έδινε καρύδια, φουντούκια, μήλα, ξερά κεράσια, δαμάσκηνα ότι είχε ο καθένας.
Οι χουβαρδάδες γέμιζαν το πλόχερο,- τη χούφτα τους- οι τσιγκούνηδες 'όπως η κυρά - Γιώργαινα, η Βασιλεία και άλλοι, μας ρίχναν λίγα ξηρά φρούτα…στο σακούλι μου.
Μερικοί μας δίναν και καμιά δραχμή, που την έπαιρνε ο παπάς και την έριχνε στο μπαγράτσι....
 Μερικοί, όπως ο δάσκαλός μας ο Λαζαρίδης, και κάποιοι άλλοι δίναν και σε μένα ξεχωριστά καμιά δραχμή που την κατάχωνα στην τσέπη μου προσέχοντας να μην είναι τρύπια και μου φύγει και ο παπάς όταν έβλεπε πως η δραχμή εξαφανίζονταν στην τσέπη μου κατσούφιαζε.
 Τελείωσε η Πανωχώρα και προχωράμε στην Κατωχώρα, φτάνουμε στο σπίτι των Πετρακαίων, ο μπάρμπα Χαράλαμπος μας έδωσε δυο χούφτες καρύδια και μήλα, είχε πολλές μηλιές και καρυδιές δικές του και καταλήξαμε στο σπίτι του Νίκου του Παπαβασιλείου, του πατέρα του Μιχάλη. Και στη συνέχεια περάσαμε τα Μπακαμέϊκα και καταλήξαμε στο σπίτι του μπάρμπα Κώστα του Γιαννακού.
Ο παπάς κάθισε στο μπάσι να του κάνει η κυρά Φερενίκη καφέ, εγώ κάθισα στο κάτω μέρος στο στρώμα να ζεσταθώ λίγο.
Το τζάκι έκαιγε στο φουλ, τα μεγάλα κούτσουρα είχαν ανάψει. Έβγαλα τα παπούτσια μου , τις κάλτσες μου και ζέστανα τα ξυλιασμένα πόδια μου. Η ξαδέρφη μου η Χρυσίτσα μου έδωσε ένα ζευγάρι στεγνές κάλτσες και τις άλλες τις άπλωσα κοντά στο τζάκι.
Αφού με κέρασε λουκούμι η Μερόπη και για τη γιορτή μου,- που ήταν την άλλη μέρα. –σηκώνεται ο παπάς και μου λέει:
 -Άντε μπρέ, φτάνει πια ζεστάθηκες, φέρε το σακούλι και το μπαγράτσι και να φύγουμε.
Του πήγα το σακκούλι.
Έβαλε σε μια χαρτοσακκούλα καναδυό χούφτες καρύδια κάστανα και φουντούκια και μου τα έδωσε.
 Τον αγριοκοίταξα!….
-Μωρέ παπά, με δυο χούφτες θα με γελάσεις; -Σου φτάνουν..., σου φτάνουν... μου λέει.
- Παπά δεν είσαι στα καλά σου, εγώ πάγωσα όλη τη μέρα να γυρίζω μες το κρύο κουβαλώντας το σακούλι και το μπαγράτς και συ θέλ’ς να με γελάσεις με δυο χούφτες;. - Σε φτάνουν , σε φτάνουν... εγώ τα θέλω και για τη σαρακοστή, βράζω τα ξερά κεράσια και τα δαμάσκηνα για τη νηστεία.
-Παπά... δεν είναι σωστό, άλλη φορά δε θάρθω μαζί σου. Τίποτε ο παπάς ανένδοτος……
-Α    έτσι είσαι λέω με το νου μου, κι εσύ κακό πηγάδ’ , κι εγώ κακό μπακίρ’.
- Θα σε κανονίσω.
Μια και δυο λοιπόν παίρνω ολόκληρο το σακούλι, την ώρα που απόπινε τον καφέ του ο παπάς και κρύφτηκα στο κατώι" που ήταν κάτω από το χειμωνιάτικο που μέναν ο παπάς και ο μπάρμπα Κώστας.
Άρχισε λοιπόν διάλογος - επί κατωτάτου επιπέδου- με τον παπά. Διαπραγματεύσεις του ΟΗΕ.
Θα το πάρω όλο το σακούλ’
¨οχ’ μωρέ, τι θα φάω εγώ τ’ νηστεία.
 Εγώ πάγωσα κι εσύ θα με γελάς με δυο χούφτες.
Σαν είδε ο παπάς πως θα έπαιρνα ολόκληρο το σακούλι, μου λέει.
 -Άντε μωρέ, τροξό, - θα σου δώκω παραπάνω από δυο χούφτες.
 Τώρα βρήκα και εγώ ευκαιρία για εκβιασμό…..
Όχι παπά... θα κρατήσεις εσύ δυό τρεις χούφτες και τα λεπτά και τα άλλα θα τα δώσεις σε μένα, διαφορετικά θα φύγω... και δεν θα σου δώσω τίποτε.

Ανένδοτος ο παπάς.
-Άλλη φορά δε θα σε ξαναπάρω στον αγιασμό –
-Άν δεν με πάρεις σκασίλα μου…..! Ποιος είναι τόσο κουτός νάρθει μαζί σου, να φάει όλο το κρύο για δυο τρεις χούφτες καρύδια και λεφτόκαρα.
Είδε και απόειδε ότι θα χάσει όλο το σακούλι...., υποχώρησε.
 Άντε μωρέ τροξό, κι άλλη φορά θα κρατάω καλά το σακούλι... Δος μου και μένα μερικές χούφτες για τη σαρακοστή... και πάρε εσύ τα υπόλοιπα. Έτσι τελείωσαν οι διαπραγματεύσεις επί ανωτάτου επιπέδου με τον Παπαδημήτρη.
Φτάνοντας στο σπίτι αδειάσαμε όλο χαρά το σακκούλι, δώσαμε και λίγα καρύδια κάστανα και φουντούκια και στα παιδιά που δεν είχαν.
Ακόμα τους λέω την ιστορία με τον παπά και γελάμε.
Ηταν καλός ο καημένος ο παπα Δημήτρης, μόνο που ήταν λίγο παραπάνω....λαίμαργος.
Θεός σχωρέστον.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ ΜΑΣ
Μάνθος και Χριστόδουλος Οικονόμου.                                                    
   Θέμα  1o

Οι αδελφοί Μάνθος και Χριστόδουλος Οικονόμου γεννήθηκαν στο Κουκούλι στα μέσα του 18ου αιώνα.
Πρέπει να ήταν εγγόνια του Μάνθου Δημότσιου ή Μπασιαμάνθου, του ευεργέτη του χωριού μας που έκανε και την βρύση του Μπασιαμάνθου..
Ο πατέρας τους ήταν κληρικός με τον τίτλο του οικονόμου και για τούτο πήραν και το επίθετο Οικονόμου.
Τα πρώτα γράμματα τα έμαθαν στο σχολείο του χωριού τους και μετά φοίτησαν στα περίφημα σχολεία των Γιαννίνων.
Ο Χριστόδουλος ασχολήθηκε με το εμπόριο στην Κων/πολη και έγινε μέλος της Φιλικής Εταιρείας και από εκεί προσέφερε πολλά στην Πατρίδα μας.
Ο Μάνθος Οικονόμου ήταν πανέξυπνος, φιλομαθής, ευσεβέστατος φιλέσπλαχνος και λάτρης της πατρίδας του στην οποία προσέφερε πολλά από την δύσκολη αυτή θέση που τον έβαλε η μοίρα του.
Διείδε ότι ο Αλή Πασάς είναι ένα πρόσωπο που παίζει τεράστιο ρόλο την εποχή εκείνη στην Ήπειρο, και μπήκε στην υπηρεσία του, όχι για να εξυπηρετήσει υπερφίαλες φιλοδοξίες, αλλά κολακεύοντας πολλές φορές τον τύραννο να τον κάνει άθελά του να βοηθήσει το έθνος μας..
Η θέση του στην αυλή του Αλή Πασά  ήταν μοναδική.
Ήταν ο πρώτος του γραμματέας, σαν πρωθυπουργός θα λέγαμε. Στα Γιάννενα λέγαν- το είπε ο κύρ Μάνθος-.
Από την θέση του αυτή βοήθησε πρώτα να στεριώσει ο θεσμός των κοινοτήτων στο χωριό μας και στο Ζαγόρι, να έχουν εξουσίες οι κοινότητες και το κοινό των Ζαγορισίων.
                                                       
Βοήθησε το σχολείο του χωριού μας, την απαλλαγή από τους φόρους και την κοινότητα να φέρει σε πέρας το έργο της στα δύσκολα εκείνα χρόνια.
Έσωσε από τα νύχια του Αλή πολλά σημαίνοντα πρόσωπα της Ηπείρου.
Η μεγάλη του όμως προσφορά στο έθνος, όπως και των άλλων συμβούλων που υπηρετούσαν στον Αλή, ήταν  εκμεταλλευόμενοι  την μεγάλη του φιλαρχία,  να τον  φέρουν  σε ρήξη και μετά σε πόλεμο  με τον Σουλτάνο..
Εκτελώντας εντολές της Φιλικής Εταιρείας στην οποία ήταν μέλη και αυτός και όλοι οι Ζαγορίσιοι σύμβουλοί του, τον παρακίνησαν να αποσκιρτήσει από  τον Σουλτάνο και να θελήσει να κάνει δικό του κράτος.
  Υποσχέθηκε στους Έλληνες ότι αν τον βοηθήσουν  θα έχουν την αμέριστη  υποστήριξή του.
 Βέβαια η συμφωνία ήταν μια λυκοφιλία, κατά βάθος κανένας δεν είχε σκοπό να φανεί συνεπής
Κερδισμένοι βέβαια βγήκαν οι Έλληνες, γιατί αν δεν πήγαιναν τα στρατεύματα   του Σουλτάνου, που ήταν στην Πελοπόννησο, στα Γιάννενα να πολεμήσουν τον Αλή  για δυο χρόνια, η επανάσταση δεν θα πετύχαινε.
Το τέλος του ήταν τραγικό. Όταν είδε πως πλησίαζε το τέλος του Αλή και ο σκοπός του είχε πετύχει, έφυγε από τα Γιάννενα να περάσει κάπου αλλού, ίσως στην Θεσσαλία ή Στερεά Ελλάδα. Ήθελε  να γλιτώσει για να προσφέρει τις υπηρεσίες του στην ελεύθερη Ελλάδα, όπως έγινε με άλλους στρατιωτικούς και άλλους πολιτικούς του Αλή.
   ΣΤΟ Μέτσοβο όμως τον συνέλαβαν και από παρεξήγηση τον σκότωσαν τα στρατεύματα του Σουλτάνου το 1820.
Αυτός ήταν ο χωριανός μας Μάνθος Οικονόμου, με το μεγάλο μυαλό με την μεγάλη καρδιά, με την πολύ αγάπη για το χωριό του για την πατρίδα του.

Η προσφορά του θα μείνει αξέχαστη.
                                        
Αιωνία του η μνήμη.




















Φωτογ Α. Σβώλου









 






   











Παιδιά της Σαμαρίνας
Δημοτικό τραγούδι

Εσείς παιδιάμ’ μωρέ κλεφτόπουλα
παιδιά της Σαμαρίνας μωρέ παιδιά  καημένα
παιδιά της Σαμαρίνας, κι ας είστε λερωμένα.

Αν πάτε πάνω στο χωριό,
 κατά τη Σαμαρίνα, μωρέ παιδιά καημένα
κατά τη Σαμαρίνα, κι ας είστε λερωμένα.

Αν σας ρωτήσει η μάνα μου
κι η δόλια η αδερφή μου
μην πείτε πως σκοτώθηκα
κοντά σ’ ένα γεφύρι,
στου Λάβδα το γεφύρι,
 στον πάτο στο Κουκούλι
μωρέ παιδιά καημένα,
 στον πάτο στο Κουκούλι
κι ας είστε λερωμένα.
Το τραγούδι αυτό είναι αφιερωμένο στον Μακεδονομάχο-Ηπειροτομάχο Σαμαρινιώτη καπετάν Αρκούδα .







Σκοτώθηκε  ενώ πήγαινε να πολεμήσει για την απελευθέρωση της Ηπείρου σε ενέδρα των Τούρκων το 1906 στο γεφύρι μεταξύ Κουκουλιού και Δίλοφου (Σοποτσέλι)



(19)

Καπετάν Αρκούδας
Μακεδονομάχος-  Ηπειρωτομάχος.
Σκοτώθηκε το 1906 κάτω από το χωριό μας


Φώτο: Ιστ Ελ.΄Εθνους   Αρχ Ις. Ελ.΄Εθν


Χαμένες πατρίδες

΄Όταν χάλασε η Σμύρνη η Αλικαρνασός , η Φώκαια
η Μαγνησιά, η Έφεσος,
χάλασε και το Ζαγόρι.

΄Όταν μας διώξαν από την Αίγυπτο, τη Βλαχιά,τη Σερβία
τη Ρωσία τη Ρωμηλία, τη Ρουμανία
ρήμαξε το Ζαγόρι.

Τώρα μας έμεινε μόνο να λέμε:
«Περασμένα μεγαλεία
και διηγώντας τα να κλαίς»























  (22)
Κώστας Βρυζάλας
  Αγνοούμενος του πολέμου του είκοσι δύο Χάθηκε μαζί με πολλούς άλλους Κουκουλιωτες στη Μικρασιατική καταστροφή    Αρχ Χρ Βρυζάλα
    

 



(23)
Σχολείο στη Σμύρνη  το 1920.
   Πολλά παιδιά από το χωριό μας σπούδασαν σε σχολεία της Σμύρνης και των άλλων πόλεων με σπουδαίους δασκάλους
                                       Αρχ Εφημ ΝΕΑ



Αρχ. Βρέλη







(24)


Όρκοι των Φιλικών Ιδρυτές
Τσακάλωφ-Σκουφάς-Ξάνθος
Κουκουλιώτες Φιλικοί Μάνθος-Χριστόδουλος- Πέτρος Οκονόμου




(25)
Ελληνική Συνοικία στο Αιδίνι της Σμύρνης


(26)
Γυναίκες της Πίνδου στο Επταχώρι της Καστοριάς

 Γυναίκες της Πίνδου μεταφέρουν τρόφιμα και πολεμοφόδια για την πρώτη γραμμή του μετώπου.
Από αυτές πολλές ήταν από το χωριό μας.

   
  






















Θέμα 3ο
Σελίδες από την ιστορία μας
Ότι θυμάμαι από το ξεκίνημα του πολέμου του 40
Συνέντευξη με την Θάλεια Σβώλου.

Σε παρακαλώ Θάλεια πες μας τι θυμάσαι από τον πόλεμο του Σαράντα;
Πως ξεκίνησε και τι προηγήθηκε του πολέμου;    
Γιάννη, ότι θα έχουμε πόλεμο με την Ιταλία φάνηκε όταν τον Δεκαπενταύγουστο οι Ιταλοί μας βούλιαξαν την Έλλη στην Τήνο.
Από τότε όλοι στρατός και λαός άρχισαν να προετοιμάζονται.
Κανένας δεν πίστεψε στο σύμφωνο φιλίας που είχαν υπογράψει το τριάντα εννιά ο Μεταξάς με τον Μουσολίνι.   
Πολύς στρατός είχε συγκεντρωθεί στα Βαρκά και στα γύρω χωριά: Βίτσα Σουδενά Μεσοβούνι κ.λπ.   
Άρχισαν να οχυρώνονται οι τοποθεσίες στο Καλπάκι στην Κόνιτσα στο Σαραντάπορο.
Το πυροβολικό είχε αρχίσει, να παίρνει θέσεις στα Βαρκά της Βίτσας.
 Όλοι οι κάτοικοι υποχρεώθηκαν σε προσωπική εργασία, όπως κι εγώ.
Άρχισαν να διορθώνουν τον δρόμο από το Τέρμα μέχρι το Καπέσοβο, που τότε ήταν μια απλή διάνοιξη. Επιστάτη είχαμαν τον Ευριπίδη τον Βουλόδημο.
Ο καιρός ήταν βροχερός και περιμέναμε να διορθωθεί για να ξεκινήσουμε τη σπορά. Αυτή η καθυστέρηση μας στοίχισε πολύ, γιατί μετά δεν μπορέσαμε να σπείρουμε, λόγω του πολέμου και δυστύχησε ό κόσμος όλο το σαράντα ένα.
Ο πρώτος λόχος του τρίτου τάγματος των κληρωτών του τριάντα τέσσερα. Κράτησαν στους ώμους των όλο το βάρος του Ελληνοϊταλικού πολέμου. Μεταξύ αυτών ο αδελφός των αδελφών Σβώλου, Γιάννης 22 Φώτο: Αρχ Αδελ. Σβώλου.
Το στρατό όμως τον βοήθησε πολύ γιατί όπως θα σου πω δυσκολεύτηκαν οι Ιταλοί να περάσουν μέσα από τον βάλτο του Καλαμά. Τώρα θα σου πω πως ξεκίνησε ο πόλεμος. Κατά η ώρα πέντε τα χαράματα, ακούμε σαν να μπουμπουνίζει προς το Καλπάκι. Ο κόσμος άρχισε να ανησυχεί, άλλοι έλεγαν πως είναι μπουμπουνητά, άλλοι ότι σκούζει η Γκλίζιανη, οι καταρράκτες του Καλαμά, η μάνα μου που ήξερε καλλίτερα μας λέει.











(27)
Κληρωτοί του τριάντα τέσσερα
Τι μπουμπουνιτά και Γκλίζιανη, κανόνια είναι, θυμάμαι έτσι ακούγονταν και το Δώδεκα από το Μπιζάνι.
 Ησυχάσαμαν για λίγο.
Γύρω στις δέκα βλέπουμε τον αγροφύλακα να τρέχει στο χωριό και να φωνάζει: Κηρύχτηκε πόλεμος με τους Ιταλούς ... Κηρύχτηκε επιστράτευση....
Όσοι είναι έφεδροι, γεννημένοι από το δέκα ως το είκοσι να ετοιμαστούν για τον πόλεμο Όλα τα φορτηγά ζώα να τα παν στη Μπάγια {Κήπους σήμερα}
Το τι έγινε, Γιάννιμ, μέσα σε λίγα λεπτά, δεν το φαντάζεται κανένας. Όλο το χωριό στο ποδάρι…!
Όσοι ήταν να φύγουν για φαντάροι άρχισαν να παίρνουν τα πιο απαραίτητα και ως το μεσημέρι είχαν φύγει με τα πόδια για τα Γιάννενα.
Από τους χωριανούς όπως θυμάμαι, πήγαν: ο Γιώργος ο Γιαννακός, ο Χρυσόστομος ο Νούλης και πολλοί Σαρακατσαναίοι που εγώ δεν τους θυμάμαι.

Πήραμε τηλεγράφημα ότι επιστρατεύτηκε και ο αδερφός μας ο Γιάνγκος και να πάει η μάνα μου στα Γιάννενα να τον δει.

Έβλεπες αγκαλιές, φιλιά, κλάματα, μη ρωτάς.... και μαζί μια αισιοδοξία, μια βαθειά πίστη ότι θα νικήσουμε.
Κι αυτή η αισιοδοξία αυτή η πίστη μας έδινε έναν πρωτόγνωρο ενθουσιασμό. Κανένας φόβος, όλοι πιστέψαμε από την πρώτη στιγμή στη νίκη.
Θα τους νικήσουμε θα τους νικήσουμε, άκουγες παντού στους δρόμους, στις αυλές στα σπίτια.
Από τα βουνά κατέβαιναν κατά χιλιάδες τα πρόβατα, άσπριζαν οι ράχες.
Όπως μαθαίναμε μας χτύπησαν οι Ιταλοί από τρεις μεριές από την Θεσπρωτία, από την Κόνιτσα κι’ από τον Σαραντάπορο. Θέλαν να φτάσουν από όλα τα μέρη στο Μέτσοβο και από εκεί στα Γιάννενα.
Την πάτησαν όμως σε όλα τα μέρη.
Στο Καλπάκι έπαθαν τη μεγάλη καταστροφή.
 Πρώτα τους περιποιήθηκε ο Κωστάκης με το πυροβολικό του.
 Όπως σου είπα το είχε στήσει στο πηγάδι στα Βαρκά και άρχισε να τους βάζει από παντού.
Τους έβαζαν και οι φαντάροι μας από τα υψώματα, έγινε ο χαλασμός.
Γέμισε ο κάμπος στο Καλπάκι από σκοτωμένους Ιταλούς. Θέλησαν να περάσουν προς τον Παρακάλαμο κι εκεί έγινε ο μεγάλος τάφος τους και για τους στρατιώτες και για τ’ άρματα Βούλιαξαν στη λάσπη.
Προσπάθησαν να περάσουν από τα υψώματα, από τη Βελλά από τις Νεγράδες κι εκεί βρήκαν το στρατό μας.
Τι μακελειό έγινε, Γιάννιμ' στη Γκραμπάλα, μην το συζητάς πολλοί Ιταλοί σκοτώθηκαν, αλλά και πολλοί δικοί μας.
Εκεί σκοτώθηκε και ο Καψάλης από τη Ντοβρά {Ασπραγγέλους}.
 Τώρα μάθαμε εκεί κάναν ένα μνημείο για τους πεσόντες.
Να πάτε σαν αδελφότητα στις 28 στο μνημόσυνο, να βάλετε και ένα λουλούδι για τον αδερφό μου που έμεινε στην Αλβανία.
 Ο Κωστάκης, όπως λέγαν ήταν μεγάλος σκοπευτής, τους στόχους, όπως λέγαν τους υπολόγιζε με τα δάχτυλα.
 Βάλτε τρία δάχτυλα αριστερά, τρία δεξιά…
 Λένε πως στο Μεσοβούνι οι Ιταλοί ετοιμάζονταν να πάρουν συσσίτιο.
-μακαρονάδα- και με τις μια δυο τρεις βολές που έριξε πέτυχε το καζάνι τους και τους γέμισε μακαρόνια... [γέλια}.
Κρίμα τα καημένα τα παιδιά, δεν είχαν κι αυτά μανάδες, που τα έστειλε ο Ντούτσε να σκοτωθούν στην Ελλάδα.
Χάσαν τα καημένα το ηθικό τους, να ετοιμάζεσαι κατατσακισμένος, πληγωμένος να φας λίγο φαΐ και να σου τινάζει ο εχθρός το καζάνι... μη ρωτάς Γιάννη τι έπαθαν τα καψερά.
Θυμάμαι που ένα πρωί νωρίς ένας ταγματάρχης ο Φρεζί, ήταν Εβραίος έφεδρος αξιωματικός, περνούσε καβάλα σε ένα άσπρο άλογο και φώναζε στο δρόμο.

-Πατριώτες θέλω ένα σύνδεσμο για το Καπέσοβο, ποιος θα με πάει; Ο παπάς μας ο παπα Σωτήρης του υπέδειξε τον αγροφύλακα.
Δεν έχασε την ευκαιρία να μας πει και δυο λόγια για να μας ενθουσιάσει και να μας παρακινήσει να λάβουμε κι εμείς μέρος στον κοινό αγώνα.
-Τους φάγαμε τους Ιταλούς, φεύγουν από παντού κατατρομαγμένοι, πετούν τα όπλα τους, τους τσακίσαμε.
Κι όπως τον έβλεπα, καβαλάρη πάνω στο άσπρο του άλογο μου θύμιζε κάτι από τα παλιά, κάποιες από τις ιστορίες του δασκάλου μας του Λαζαρίδη όταν μας έκανε μάθημα ιστορίας.
 Θα μου πεις τώρα Θάλεια πως κάνατε το γεφύρι για τα αυτοκίνητα κοντά στο μύλο του Κόκκορου;
Θα σου πω ότι θυμάμαι, πέρασαν βλέπεις εξήντα πέντε χρόνια από τότε. -
Αν θυμάσαι και συ, τότε είχαμε πολλές βροχές από νωρίς και ο Βίκος είχε κατεβάσει από τις αρχές του Οκτώβρη.
Τις πρώτες μέρες τα αυτοκίνητα περνούσαν μέσα από το ποτάμι, δεν είχε πολύ νερό, σιγά-σιγά, όμως κατέβασε πλημμύρα και υπήρχε κίνδυνος να τα παρασύρει.
Τότε πνίγηκε και ο τυροκόμος ο Μπεζεβέγκης στην οβίρα, κάτω απ’ την Κορακοφωλιά, κι από τότε την λέμε οβίρα του Μπεζεβέγκη.
Ας είναι.
Έπρεπε να στηθεί το συντομότερο γεφύρι, και ποιος θα το στήσει;
Ο στρατός ήταν στον πόλεμο.
Φέραν από τα Γιάννενα κάτι μεγάλες γρεντές φέραν και καδρόνια και σανίδια.
Φώναξαν από τα χωριά όσους μπορούσαν να δουλέψουν, και όσους ξέραν από μαραγκλίκι και όσους μπορούσαν να βοηθήσουν.
 Δεν είχαν καρφιά, καρφιά είχαν τα μαγαζιά στη Μπάγια [Κήπους] Πήγαν η μάνα μου και η θεία μου η κυρά Γώργαινα  η Γιώργαινα η μάνα της Μερόπης και φορτώθηκαν από σαράντα οκάδες καρφιά η κάθε μια και για νάρθουν γρήγορα άφησαν το μονοπάτι και ήρθαν μέσα από τα γράβα, καταξεσχισμένες στα πόδια και στα χέρια.












(28)


 Οι ηρωϊκοί ημιονηγοί μεταφέρουν τρόφιμα και πολεμοφόδια στην πρώτη γραμμή του μετώπου, αψηφώντας το χιόνι και την παγωνιά.
 Φώτο: Ιστ Ελ.΄Εθνους
Βιβ.Ιστ. Ελ.΄Εθνους






Το ποίημα

Ένα το χελιδόνι
κι άνοιξη ακριβή,
για να γυρίσει ο ήλιος
θέλει δουλειά πολλή
Θέλει νεκροί χιλιάδες
νάναι στους τροχούς,
θέλει κι’ οι ζωντανοί μας
να δίνουν το αίμα τους
Θε μου Πρωτομάστορα
μ ' έστησες μέσα στα βουνά,
μ’ έκλεισες μες τη θάλασσα»
Απόσπασμα από το «Άξιον Εστί» του Ελύτη




Οι γυναίκες της Πίνδου
                                     

 Οι γυναίκες της Πίνδου από το Κουκούλι
Κλεονίκη Παπαβασιλείου
Ασπασία Σβώλου
Πούλια Σβώλου
Χρυσίτσα Γιαννακού
Φερενίκη Γιαννακού
Φιλομήλα Αναστασιάδου
Ασπασία  Κοκκόρου
Βικτωρία Χούτα
Ελευθερία Πετράκη
Λευκοθέα (Θέα) Χαντζάρα
Παππά Ευανθία ( Θειάκο)
Ιουλία Τσάλιου
Γλυκερία Καραγιάννη
Ευανθία Ζήγου
Δεν προσέφεραν μόνο οι γυναίκες, αλλά κάθε Κουκουλιώτης και Κουκουλιώτισσα, ανεξάρτητα από την ηλικία τους, με κάθε τρόπο.
Ακόμη και τα παιδιά του σχολείου με τον δάσκαλό τους τον Κώστα Λαζαρίδη διόρθωναν τον δρόμο για να περάσουν τα αυτοκίνητα του στρατού μας,
Σημείωση
------------
Αν παραλείψαμε κάποιο όνομα από τις γυναίκες του χωριού μας που έλαβαν μέρος στον αγώνα με οποιοδήποτε τρόπο σε μια επανέκδοση του βιβλίου, μπορούμε να το συμπληρώσουμε :

Γυναίκες της Πίνδου
Μορφές λιπόσαρκες
σαν τις κορφές της Πίνδου, φαγωμένες απ' το δρολάπι.
Η φλόγα της ματιάς σας
βαθιά  κι' απόκοσμη,
σημαδεύει την πορεία του κόσμου.
Ολόρθες στο βάρος της μοίρας,
στην αγωνία του αύριο,
στη μοναξιά της νύχτας της αφέγγαρης.
Έτοιμες για το δρόμο της θυσίας,
εκεί που σμίγει η ζωή κι' ο θάνατος στο έσχατο σημείο της ύπαρξης.
Σπύρου Βακάμη
12-2-1979












Η πορεία προς το μέτωπο
Απόσπασμα από το Α'. ανάγνωσμα του Οδυσσέα Ελύτη ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ



Όμως εμείς το μόνο που προσέχαμε ήταν εκείνες οι φωνές μέσα στα σκοτεινά που ανέβαιναν, καυτές ακόμη από την πίσσα του βυθού ή το θειάφι «Οϊ ...όι...., μάνα μου» όϊ... όϊ ....μάνα μου»
και κάποτε πιο σπάνια , ένα πνιχτό μουσούνισμα, ίδιο ροχαλητό, που έλεγαν όσοι ξέρανε, είναι αυτός ο ρόγχος του θανάτου


                        







                                                                    

                         Εις τον Ιερόν Λόχον

Ας μην βρέξει ποτέ το σύννεφον,
κι ο άνεμος σκληρός ας μην σκορπίσει
το χώμα το σεβάσμιον
που σας σκεπάζει.

Ω γνήσια της Ελλάδος τέκνα,                     
ψυχαί που επέσατε εις τον αγώνα ανδρείως
τάγμα εκλεκτών ηρώων,
καύχημα νέον.

Σας άρπαξεν η τύχη την νικητήριον δάφνην
και από μυρτιάν σας έπλεξε
και από κυπάρισσον
στέφανον άλλον.

 Αλλ’ αν αποθάνει τις δια την πατρίδα
 η μύρτος είναι φύλλον ατίμητον
 και καλά τα κλαδία της κυπαρίσσου.

      Αφιέρωμα στους νεκρούς του Τρίτου Λόχου, του Πρώτου Τάγματος των πολεμιστών του σαράντα, που πολλοί  έμειναν στην Αλβανία, αιώνια σύμβολα τιμής και αξιοπρέπειας.
Μεταξύ αυτών και ο Γιάννης Σβώλος αδελφός της Ασπασίας και Θάλειας Σβώλου.











Θύμησες από τον μεγάλο αγώνα


Τις άγιες αυτές μέρες οι θύμησες έρχονται και ξανάρχονται στο μυαλό μου και κάνουν την ψυχή μου να σκιρτά.
Ήμουν δεν ήμουν εφτά χρονών όταν ξεκίνησε ο πόλεμος.
Οι μνήμες από την πρώτη μέρα είναι θολές.
Αντιλαλούν μόνο στ' αυτιά μου οι χτύποι από την καμπάνα, στην καρδιά μου οι χτύποι από τις καρδιές όλων των χωριανών μου. Πόλεμος....
Πόλεμος....
Σ' όλα τα σπίτια οι ευχές, για να γυρίσουν νικητές τα παιδιά μας που πάνε στο στρατό, δίνουν και παίρνουν.
Θα φύγουν, ο ξάδερφός μου ο Γιώργος, Ο Γιάννης της θείας Πούλιας, -ο Γιάνκος-, ο Χρυσόστομος και όλα τα παλληκάρια μας που μπορούν να κρατήσουν ντουφέκι.
Εμείς γυρίζουμε ανάμεσα στα πόδια των μεγάλων νιώθοντας πώς κάτι σπουδαίο γίνεται εκείνη τη στιγμή.
Θυμάμαι τις αγκαλιές, τα φιλιά, τα κλάματα, γιατί, όσο μεγάλος κι αν είναι ο ενθουσιασμός, καρδιά είναι αυτή, κάντην αν μπορείς πέτρα;
Από δω και πέρα τα γεγονότα είναι μπερδεμένα.

Μια μέρα το χωριό γέμισε πρόσφυγες.
Ήταν από τα χωριά που είχαν κυριέψει οι Ιταλοί, την Κλειδωνιά, το Βιτσικό, το Μεσοβούνι.
Ο δάσκαλός μας ο Λαζαρίδης μας έδωσε οδηγίες πώς να τους βοηθήσουμε. Να βρουν μέρος να μείνουν, να βρουν λίγο φαΐ και ό,τι άλλο χρειάζονταν. Άρχισαν να φτάνουν πολλά αυτοκίνητα γεμάτα στρατιώτες, ήταν εκείνα τα προπολεμικά λεωφορεία.
Ο δρόμος όμως ήταν χάλια, μόλις τον είχαν ανοίξει ως το παραπάνω χωριό το Καπέσοβο. Ο Βίκος είχε κατεβάσει. Έπρεπε να στηθεί το συντομότερο γεφύρι. Τα αυτοκίνητα βούλιαζαν μέσα στη λάσπη.
Ένα έφυγε από το δρόμο κι όλοι έτρεξαν να το κρατήσουν να μην φύγει στο γκρεμό.
Θυμάμαι που από την πίσω πόρτα κατέβαιναν οι τραυματίες μας με δεμένα τα χέρια, το πόδια τα κεφάλια. Κι εμείς κάναμε ότι μπορούσαμε να τους βοηθήσουμε.
Πάλι με αρχηγό τον δάσκαλό μας γεμίζαμε με πέτρες τις λακκούβες, πάνω στις Δραγατσούρες, για να μπορούν να περάσουν τα αυτοκίνητα του στρατού μας του νικητή.
Κανένας δεν λογάριαζε την κούραση, την πείνα, την ταλαιπωρία, Ένας ήταν ο σκοπός μας, όπως λέγαν- θάνατος στο φασισμό.
Και τα βράδια συνέχεια γινόταν κουβέντα για το δρόμο, για το γεφύρι που το πήρε το ποτάμι και πάλι το ξανάστησαν.
Κι από πάνω βομβαρδισμοί..
Στη Βίτσα, ανάμεσα στα άλλα κτήρια βομβάρδισαν και το σχολείο που ήταν πρόχειρο νοσοκομείο και σκοτώθηκαν πολλοί τραυματίες στρατιώτες.
Από τους βομβαρδισμούς σπάσαν όλα τα τζάμια στο σπίτι μας και σαν δεν μπορούσαμε να ξαναβάλουμε καινούργια, μάταια τα χαρτόνια προσπαθούσαν να μας προφυλάξουν από τον αέρα και τη βροχή και μάλιστα στο χειρότερο χειμώνα της εκατονταετίας το χειμώνα του σαρανταδυό.
-   Αεροπλάνα κρυφτείτεεεεε   
(29)
Γυναίκες της Πίνδου (Ζαγορίσιες) μεταφέρουν πολεμοφόδια από το Καπέσοβο στο Βρυσοχώρι
Φώτο Ι2 Β΄.  Βιβ. Ιστ. Ελ.΄Εθν.
Φώναζε κάθε τόσο ένα γυμνασιόπαιδο ο Χριστόδουλος πέρα από το καμπαναριό ή ψηλά από το τσογκάνι της Αγ. Παρασκευής και τρέχαμε όλοι να κρυφτούμε όπου μπορούσαμε στις ρεμματιές, στα βράχια.
Θυμάμαι η κυρά μάνα μας, -η γιαγιά -η Ρήνα, μας έσερνε δυο από κάθε χέρι να κρυφτούμε πέρα στο λάκκο της Ρήνας και στο λάκκο του Αντώνη, κάτω από τη γέφυρα. Η αδερφή μου η Ρηνούλα-, ήταν τότε πέντε χρονών, την έφαγε μετά η κατοχή-κάθονταν πέρα στο εικόνισμα του Αϊ Γιώργη και όταν έβλεπε αυτοκίνητα να περνούν, τα σταματούσε και ρωτούσε τους οδηγούς -Μην είδαταν το Γιώργο, μην είδαταν το Χρυσόστομο;
Και οι οδηγοί που την είχαν μάθει της έλεγαν Τον είδαμαν, τον είδαμαν και την αγκάλιαζαν και την φιλούσαν.
Κι αυτή γύριζε ενθουσιασμένη στο σπίτι και μας έλεγε. -Οι στρατιώτες είδαν   και το Γιώργο και το Χσόστομο - Είναι καλά και θα γυρίσουν γρήγορα στο χωριό. Και πετούσε από τη χαρά της.
Τι ήταν εκείνη η τρέλα του λαού μας, να πολεμά και να γελά, να σκοτώνεται και να τραγουδά, να πεινά να ταλαιπωρείται, κι όλα του να γίνονται τραγούδι, ανέκδοτο ποίημα. Και στον ύπνο μας ακόμα τραγουδούσαμε.
Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του και τη σκούφια την ψηλή του μ'όλα τα φτερά.
Κορόιδο Μουσολίνι, κανένας δεν θα μείνει, κι εσύ κι η Ιταλία η γελοία τρέμετ' όλοι το χακί.
Παιδιά της Ελλάδας παιδιά που σκληρά πολεμάτε για τη λευτεριά
Όλοι όμως δεν γύρισαν από την Αλβανία.
Πολλοί έμειναν εκεί αιώνιο σύμβολο λευτεριάς και αξιοπρέπειας. Δεν γύρισε ο Γιάνκος της θείας Πούλιας.
Θυμάμαι τον θρήνο, όταν την Μ. Πέμπτη, την ώρα που βάφαν τα αυγά , ήρθε η κακή είδηση. Ο Γιάνκος δεν θα γυρίσει.
Ακόμη η θεία η Πούλια και οι αδερφές του έχουν βαθιά στην ψυχή τους τον πόνο του χαμένου αδερφού.
Αυτά έρχονται στο μυαλό μου τη στιγμή που γράφω αυτές τις γραμμές, τώρα που πλησιάζουν οι άγιες αυτές μέρες κι η χαρά μου θα ήταν ακόμη πιο μεγάλη αν δεν έβλεπα τα χωριά μας ρημαγμένα.
Δεν έμειναν παρά μόνο λίγοι γέροι να ξαναθυμούνται, καθισμένοι στο έρμο Μεσοχώρι, κάτω από τον πλάτανο, τα παλιά μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαίς. Περιμένουν άδικα, τα παιδιά τους που η αδιαφορία της πολιτείας αυτή τη φορά τα άρπαξε και τα πέταξε στους πέντε ανέμους, στις μεγάλες πόλεις στη Γερμανία. Τώρα, όσοι στάθηκαν στα βουνά της Β. Ηπείρου, κι όσοι σήκωσαν το ανάστημα τους στις κορυφογραμμές της Πίνδου, ακούω από όλους μια φωνή.
Στάσου ψηλά
Έχεις υποχρέωση απέναντι των δεν έχεις δικαίωμα να λυγίσεις . Σου το προστάζουν οι νεκροί μας.



Τα χρόνια της αντίστασης της κατοχής και του εμφυλίου
Αυτά τα χρόνια μου είναι πολύ δύσκολο να τα περιγράψω, προπαντός τα χρόνια του εμφυλίου.
Τα πρώτα χρόνια ήταν χρόνια δύσκολα είχαν όμως και τις καλές των στιγμές -στιγμές πατριωτικής ανάτασης, ηρωισμού, τα δεύτερα ήταν τελείως μαύρα, χωρίς μια σελίδα καλοσύνης, ανθρωπιάς, χρόνια που ρήμαξαν   τον   τόπο   μας   για   πάνω   από   πενήντα   χρόνια.
Θα προσπαθήσω λοιπόν να περιγράψω όσο μπορώ πιο ζωντανά, όσο η συναισθηματική μου φόρτιση το επιτρέπει, γιατί τα έζησα εγώ ο ίδιος.
Τέλειωσε ο πόλεμος του Σαράντα και οι νικητές γύρισαν νικημένοι, αλλά όχι ταπεινωμένοι.
Κρύψαν τον πόνο τους στην καρδιά, βαλαν μέσα την ελπίδα και περίμεναν το σάλπισμα για να ξεσηκωθούν και πάλι.
Κρύψαν όσοι μπόρεσαν τα όπλα τους στις σπηλιές, στα πουρνάρια για να τα έχουν, αν κάποτε τα χρειαστούν, όπως και τα χρειάστηκαν.
Γύρισαν ο Γιώργος, ο Χρυσόστομος, δεν ρωτάει τώρα πια η Ρηνούλα τους οδηγούς των στρατιωτικών αυτοκινήτων.
-Μην είδατε το Γιώργο, μην είδαταν το Χρυσόστομο.
Πολλοί πήγαν στον τόπο τους χωρίς χέρια, χωρίς πόδια, με την ψυχή όμως ψηλά, ολόκληρη.
Πολλοί, όπως ο Γιάννης της θείας Πούλιας δεν γύρισαν.
Έμειναν σε μια κορφή της Αλβανίας, σύμβολα λευτεριάς, αξιοπρέπειας.
Ο κόσμος όμως θέλει να ζήσει, και πώς να ζήσει;
Από τον πόλεμο δεν μπόρεσαν να σπείρουν, οι ξενιτεμένοι πατεράδες δεν μπορούσαν να στείλουν χρήματα, και να στέλναν ήταν άχρηστα, μεσογειακά όπως τάλεγαν.
Και το φάσμα της πείνας άρχισε να απλώνεται απειλητικό σε όλο το χωριό μας, όπως και στην πατρίδα μας ολόκληρη.
Ξεκληρίζονται οικογένειες, μαζεύουν τους νεκρούς με τα καρότσια από τις μεγάλες πόλεις.   και   άλλοι   θησαυρίζουν  εκμεταλλευόμενοι  τον πόνο τους.





   


















ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΖΑΓΟΡΙΤΗΣ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ ΤΟΥ ΕΔΕΣ 1944




(31)
Γεράσιμος Ζήγος (ή Ζγορίτης). Αξιωματικός του ΕΔΕΣ στην Εθν. Αντίσταση




(32)
Οι γονείς θρηνούν τον εκτελεσμένο από τους ΝΑΖΙ και τους συνεργάτες τους, αγωνιστή της αντίστασης Φώτο Ιστ. Εθν Αντίστασης  Aρχ Ιστ ΄Ελ. Έθνους
Αιωνία των η μνήμη Φώτο  Αρχ. Γιάννη Βακάμη



















(33)
Νίκος Κοκομέλης, αδελφός της μάνας μου
 Τον εκτέλεσαν το ’43 οι Ναζί σε συνεργασία των ντόπιων φασιστών συνεργατών τους.

Το κελάρι μας, όπως και το κελάρι των χωριανών μας άρχισε να αδειάζει.
Ούτε αλεύρι πια, ούτε λάδι.
Όσο  λάδι   είχαμε   μας   το   έκλεψαν   κάποιοι   αλήτες   του   χωριού ξεγελώντας εμάς τα μικρά παιδιά με ένα κουτί γάλα Βλάχας.
Και όταν η μάνα πήγε και το είδε άδειο έβαλε τις φωνές και τις κατάρες.
- Και τώρα με τι θα σας θρέψω;
Λαλεί πουλί παίρνει σπυρί
κι η μάνα το ζηλεύει.
Οι στίχοι του Σολωμού ξαναζωντανεύουν, γιατί και εμείς ήμασταν πολιορκημένοι από την πείνα.
Ευτυχώς είχαμε λίγες πατάτες ακόμη, λίγα κρεμμύδια, λίγη φακή και προπαντός κάστανα και δεν πεθάναμε και τα τέσσερα από την πείνα, όπως πέθαναν αλλού.
Πηγαίναμε κάθε βράδυ στο μεγάλο βαρέλι, που είχαμε τα κάστανα-πούταινα το λέγαμε- και βγάζαμε κάστανα Είχαμε και μια στάλα γάλα από μια γίδα που είχε γεννήσει νωρίς, και έτσι το μεσημέρι λίγο κουρκούτι,- αλεύρι βρασμένο με λίγο λάδι-ή γάλα -και το βράδυ κάστανα.
 Χωρίς ψωμί όμως δεν ζει ο άνθρωπος. και τότε ξεχύθηκαν όλοι οι χωριανοί μας μαζί και η μάνα μας και οι θείες μας και οι γειτόνισσες, κάτω στον κάμπο των Γιαννίνων, στα καμποχώρια, στη Πρωτόπαπα, στην Πετσάλι, κι όπου αλλού μπορούσαν να φτάσουν, να πουλήσουν ό,τι είχαν για λίγες οκάδες καλαμπόκι, κριθάρι, σίκαλη.
Και πούλησαν όλα τους τα καλά, τα ρούχα τους τα νυφιάτικα και τα γαμπριάτικα, κουβέρτες, παπλώματα, δαχτυλίδια του αρραβώνα, ό,τι είχε ο καθένας, αρκεί να μείνει ζωντανός την άλλη μέρα , όπως έλεγε η μακαρίτισσα η μάνα μου.
 Παιδιά μου να παρακαλάτε την Παναγιά να είμαστε όλοι στο μέτρο την άλλη μέρα. Τώρα γιατί δεν την άκουσε η Παναγιά και της πήρε το κορίτσι της είναι άλλη κουβέντα.
 Κι ο φόβος ήταν φωλιασμένος στην ψυχή όλων, γιατί οι Ιταλοί και οι Γερμανοί δεν άφησαν τίποτε όρθιο  αυτόν τον τόπο.
Οι εκτελέσεις, τα μπλόκα το κάψιμο των χωριών ήταν καθημερινά.
 Τα πανέμορφα χωριά στα Ριζά, Δοβρά, Ελάτη και τόσα άλλα, χάθηκαν οριστικά ,τα έφαγε η φωτιά.
Το απόγευμα πηγαίναμε στο λόφο κοντά στο σπίτι του Γκόντου και τα τέσσερα και περιμέναμε την μάνα να γυρίσει από τα καμποχώρια και να φέρει κάτι να φάμε.
Κι όταν αργούσε φωνάζαμε με την σειρά, μάναααααα….. μάνααααα……
Πολλές φορές γυρίζαμε απελπισμένα στο σπίτι και κοιμόμασταν μισονηστικά, μοναχά μας πολλές φορές, αγκαλιασμένα το ένα με το άλλο.
Μερικές φορές ερχόταν  να κοιμηθεί μαζί μας  η θεία μας η Φερενίκη και νιώθαμε λίγη ασφάλεια.
Το άλλο βράδυ όταν η μάνα μας  φάνηκε στο γεφύρι του Νούτσου, βάλαμε όλοι τις φωνές.
 Έρχεται….. έρχεται…
Όταν πλησίασε κατακουρασμένη, και πληγωμένη -γιατί έπεσε πάνω σε συρματοπλέγματα   σκεπασμένα με  χιόνι,  πέσαμε στην αγκαλιά της   τη  γεμίσαμε φιλιά και σκουπίζαμε τα ματωμένα πόδια της με τα ρούχα μας.
Το βράδυ μας μάζευε σαν η  κλώσσα στο μαντζάτο κι αφού
τρώγαμε το λίγο κουρκούτι με το μουχλιασμένο καλαμπόκι που έφερε κοιμόμασταν ευτυχισμένα.
Αχ καημένη μάνα!
Πώς να ξεχάσω ότι τον βρήκε τον πατέρα μισοπεθαμένο από το ξύλο από τους Ιταλούς και τους ντόπιους προδότες.
 Δούλευε  στην Πρωτόπαπα και τον κατηγόρησε κάποιος για να τον βγάλει από τη μέση, ότι συνεργάζεται με τους αντάρτες  και πήγε η μάνα μας και τον βρήκε μισοπεθαμένο και καθόταν και κλαίγαν ώρες πολλές.
 Από τότε βγήκε αντάρτης.
Έκοψε τις αλυσσίδες τις σκλαβιάς όπως έλεγε, και έδειχνε δυο κομμάτια αλυσίδες στο δίκωχο.
 Μόνο που η  δεξιά και οι συνεργάτες της αργότερα του φορέσαν πιο βαριές αλυσσίδες.
Αυτά όμως είναι άλλη μεγάλη ιστορία που θα γραφεί μετά αν ζήσουμε και αν τελειώσει αυτό το βιβλίο.
 Τέλος η παρένθεση.
Και τι να πρωτογράψω για τον καιρό εκείνον!……
Που μας κυνηγούσαν οι Ιταλοί και κρυβόμασταν πάρα  στα Κοσιάρια και βλέπαμε τη Δοβρά, σημερινούς Ασραγγέλους και την Μπούλτση που τώρα την λέμε Ελάτη να καίγονται  κι μείς περιμέναμε τη μοίρα μας ή που μας κυνηγούσαν οι Γερμανοί και ανεβήκαμε μικρά παιδιά, νηστικά τρεχάλα τη σκάλα του Βραδέτου ή που κοιμηθήκαμε κάτω από τη σπηλιά του Μανώλη στα Πουρνάρια, τρώγοντας λίγο γάλα μέσα από το ταψί με τα χέρια. Από τη σαστιμάρα μας δεν είχαμε πάρει ούτε πιάτα ούτε κουτάλια.
Και απέναντι οι γερμανοί μας βάζαν με τα μυδράλια.
Αν θέλει κανείς να τα γράψει όλα δεν φτάνουν ούτε ένα ούτε δυο βιβλία.















Κατοχή
Κι ακολούθησαν  άντρες πολλοί και γυναίκες
και λαβωμένοι με τον επίδεσμο και τα δεκανίκια.
…………………………………………………….
Και λάβανε την απόφαση να βγουν έξω
με μόνο πράγμα που τους είχε μείνει,
μια πήχη φωτιάς κάτω από τα σίδερα.
…………………………………………
Και περάσανε μέρες πολλές μέσα σε λίγην ώρα,
και θερίσανε πλήθος τα θηρία και άλλους εμάζωξαν,
και την άλλη μέρα εστήσαν στον τοίχο τριάντα.

Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ
και μυρσίνη εσύ δοξαστική
μη παρακαλώ σας μη λησμονάτε τη χώρα μου.

Πέρασε η κατοχή με μέρες πόνου αλλά και ψυχικής ανάτασης.
Τα χωριά μας ήταν γεμάτα αντάρτες, ο λαός μας πήρε ξανά τα όπλα για να πολεμήσει τον κατακτητή.
Πήρε ξανά τις τύχες του στα χέρια του. Τώρα αν ξαναπροδόθηκε είναι άλλη ιστορία.
Πόνοι και χαρές   γέλια και θάνατος, ελπίδες και απελπισίες πήγαιναν όλα  μαζί.
Το χωριό  μας  ήταν  μονιασμένο,  κανένας, από  όποια παράταξη και να ήταν δεν έκανε κακό στον άλλον.
 Ο κόσμος άρχισε να σπέρνει, άλλος σιτάρι, άλλος κριθάρι, άλλος καλαμπόκι. Αύξησαν και τα ζώα τους.
Οι αντάρτες κάναν συσσίτιο και για τα παιδιά.
Τραβήξαμε πολλά αλλά τα βγάλαμε πέρα.
Και δεν θα μας στοίχιζε τόσο η κατοχή, αν όπως είπα, δεν χάναμε από ατύχημα, από τέτανο την μονάκριβη αδερφή μας την Ρηνούλα.
Όλα  τα λησμονήσαμε , αυτό  μέχρι  σήμερα  δεν  μπορούμε  να  το λησμονήσουμε.
Και το θεωρούσαμε κάτι σαν παιγνίδι να τρέχουμε να κρυφτούμε, όταν ερχόταν   οι   Γερμανοί   και   οι   Ιταλοί   στο   χωριό   μας,   πέρα   στα Πουρνάρια, στα Κοσιάρια, στο Βραδέτο.
Εκείνο που στοίχισε πολύ σε όλους μας και άφησε τις πληγές του όπως είπα στην αρχή, στην πατρίδα μας για πενήντα χρόνια ήταν ο εμφύλιος.
Εκμεταλλεύτηκαν οι ξένοι και από τις δυό μεριές την αρρώστια της φυλής μας που λέγεται διχόνοια και μας βαλαν να φαγωθούμε.
Κι έγινε ο ένας προδότης του άλλου,  βασανιστής, εκτελεστής του διπλανού του, του αδελφού  του της γυναίκας του της αρραβωνιαστικιάς του.
Και βρήκαν ευκαιρία τα κακοποιά στοιχεία που χρόνια είχαν λουφάξει να κάνουν όσο μπορούσαν μεγαλύτερο κακό.
Και το μίσος μεταξύ μας κράτησε χρόνια, γιατί όπως λέει σε ένα παραμύθι ο Αίσωπος «όσο το φίδι βλέπει κομμένη την ουρά του και η αλεπού το πόδι της δεν θα γίνουν φίλοι ο ένας με τον άλλο.

Πώς να ξεχάσουμε ότι τη μάνα του Μιχάλη του Παπαβασιλείου την εκτέλεσαν οι αντάρτες του Δημ. Στρατού άδικα και την δική μου μάνα παρ’ ολίγο να την εκτελέσουν οι αντάρτες; οι Κομμουνιστές, κι ας ήταν από το 1918 κομμουνιστής ο πατέρας μας και την άλλη χρονιά την πέρασε στρατοδικείο ο εθνικός στρατός και όσο τη γλίτωσε.
Αυτά γινόταν τότε, ελπίζουμε να μην ξαναγίνουν.


Η  διχόνοια που κρατάει
ένα σκήπτρο η δολερή,
καθενός χαμογελάει,
πάρτο λέγοντας κι’ εσύ.


Ευχόμαστε τα παιδιά μας τα εγγόνια μας και η χώρα μας γενικότερα να μην ξαναζήσουν τέτοιες στιγμές.





































(34)
   
  (35)
 Φώτο Β΄.19
                      Η Ασπασία Κοκκόρου .
Σκοτώθηκε από νάρκη δίπλα στο γεφύρι του Μήσιου το 1948 μαζί με άλλους Κουκουλιώτες                                
Φώτο: Αρχ Οικ Βρυζάλα
 

Η Παιδόπολη

Από το «έπος» του 46-50….

Κάθε νύχτα οι κραυγές των ετοιμοθάνατων,
γύρω μας οι σκιές των νεκρών,
στο διπλανό πάρκο οι κραυγές της ηδονής
κι εμείς χαμένοι σ' ένα κόσμο παράξενο,
χωρίς νόημα,σ ένα σπίτι άγνωστο
χωρίς περιεχόμενο,
ξεριζωμένοι, πριν βλαστήσουμε
στο χώμα που μας γέννησε
μακριά απ' τα βουνά μας, τον ήλιο μας,
το κελάρισμα της πηγής,
το πρωϊνό  ξύπνημα τ' αηδονιού
τον αέρα της λευτεριάς.
Ένας κόσμος γεμάτος μάτια παιδιών
που κοιτούσαμε παράξενα
που μιλούσαμε παράξενα.
Οι μορφές των ανθρώπων ψεύτικες
προσωπίδες μυκηναϊκής εποχής
με το χαρακτηριστικό χαμόγελο.
Οι φωνές των ανθρώπων ψεύτικες
μιλούσαν για ανύπαρκτη συμπάθεια,
για θρησκεία ,πατρίδα οικογένεια.

Πόσο παράξενα χτυπούσαν στ' αυτιά μας.
Θρησκεία
Η αγάπη η θυσία το αίμα,
μιας δεκάρας πράμα
η ζωή που ξευτελίζονταν
στ' όνομα του εσταυρωμένου
Πατρίδα!
Απέραντος ιππόδρομος η Ελλάδα
κι εμείς σφαζόμασταν
κάτω από τα βλέμματα «του Καίσαρος».
και τα χειροκροτήματα των πραιτόρων.


Κάθε καρδιά μάνας κι ένας σταυρός, ένας τάφος.
Δίπλα μας πέθαινε ο Φώτης.
Ήταν ένα χλωμό παιδί
μιλούσε με μια φωνή
που μόνο εμείς καταλαβαίναμε,
για τη μάνα που δεν γνώρισε
για τους φίλους που δεν θα ξαναδεί
για το νερό της ρεματιάς,
τα καραβάκια που ταξίδευαν τα όνειρα του
για τη φωλιά του χελιδονιού στην εξώπορτα
με τον ερχομό της Άνοιξης.
Ακούγαμε την ανάσα του να βγαίνει βαριά από το μικρό στήθος. Βλέπαμε τα μάτια του
δυο πελώρια μαύρα μάτια.
Να ψάχνουν, να ψάχνουν, να ψάχνουν
πέρα στην ανατολή, πίσω από τα σύννεφα τα φώτα του ήλιου
Κι έσβησε σαν το μικρό λυχνάρι
μόνος στο διπλανό θάλαμο
ενώ έξω χτυπούσαν τα τύμπανα
για νίκες για ηρωισμούς
κι ο Καίσαρ κι οι πραιτοριανοί στεφανώνονταν
και μοίραζαν στο λαό άρτο και θεάματα
Γενάρης 1982
Από τη συλλογή του
Σπύρου Βακάμη
«Ποιήματα».






































(38)
Αντάρτης του Δημοκρατικού στρατού στον Εμφύλιο Φώτο Β΄.16  Αρχ  Ιστ Αντίστ







     (39)
Αντάρτισσα του Δημ Στρατού





                                             



ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ’
Η καθημερινότητα στο χωριό μας στο Ζαγόρι
Θέμα 1ο
Οι τέσσερις εποχές στο Κουκούλι

Η άνοιξη





































                       
                                             
                   



(42)
            Η γιαγιά μου  η Ρήνα και ο Γιάννης 10 μηνών


















Οι ταλαιπωρίες του χειμώνα άρχισαν να περνούν.
Οι μέρες μεγάλωσαν. Τα κρύα λιγόστεψαν.
Η Περσεφόνη -όπως λέει το παλιό παραμύθι- αφού έμεινε τέσσερις μήνες στον Άδη έρχεται σιγά- σιγά στη μάνα της,.... και μαζί της ζωντανεύουμε όλοι. Όχι μόνο οι άνθρωποι, αλλά και τα ζώα μικρά και μεγάλα, από την αρκούδα μέχρι το μελισσάκι.
Η αρκούδα πεινασμένη τρώει ,ότι βρει και αλίμονο στις κυψέλες ή σε κανένα ξεμοναχιασμένο ζώο του αδελφού μου, του Πέτρου του Παππά ή του παπα-Κώστα.
Ο καιρός τον Μάρτη -μια κλαίει και μια γελάει -και ο Μάρτης προσπαθεί να ξεγελάσει τις γριούλες, που λεν  πριτς Μάρτ’ κι ο Μάρτης τις παγώνει μαζί και τ’ αρνάκια και τα κατσικάκια και    τις νοικοκυρές που κάψαν όλα τα ξύλα τους το χειμώνα και τώρα - καίνε και τα παλούκια.
Ο χειμώνας είναι ευλογία για τον τόπο μας, αν δεν έχει παγωνιές.
Μόλις φύγουν τα χιόνια  από κάτω σαν νάταν σκεπασμένα με ελαφρό   πουπουλένιο   πάπλωμα   μεγαλώνουν   τα   λάπατα,   τα ραδίκια, οι ζωχοί, οι παπαρούνες.
Κι η μάνα  μου με την θεία μου την Φερενίκη, τραβούσαν για  τους Παλιόκηπους, τα Τσούλια και όπου αλλού έχει φύγει για καλά το χιόνι για να μαζέψουν τα περπατολάπατα και να κάνουν την πρώτη ανοιξιάτικη λαχανόπιτα.
Είχαμε βαρεθεί τις στεγνόπιτες του χειμώνα, καμωμένες με ξερά λάχανα και τσουκνίδια.
Σιγά-σιγά όσο μπαίνουμε προς τον Απρίλη και ο καιρός διορθώνεται, εκτός αν κάνει καμιά παγωνιά τέλος Μάρτη ή Απρίλη και τότε αντίο φρούτα, δεν θα τσακίσουμε καρύδι, δεν θα φάμε σταφύλι, δεν θα φάμε μήλο.
Όλος ο κόσμος βρίσκεται σε κίνηση.
Πρώτα θα σκάψουμε τα κηπάρια για να φυτέψουμε τα κρεμμύδια τα
σκόρδα, τις πατάτες και ό,τι άλλο λαχανικό, μπορεί να προκόψει στο χωριό μας.
 Όλα τα λαχανικά γίνονται, όμως έχουμε μεγάλο πρόβλημα νερού.
Για τούτο και οι περισσότεροι κήποι μας είναι γύρω στο λάκκο στους Παλιοκηπους.
Εκεί κάναμε μικρές δεξαμενές,-χαβούζες τις λέμε- και μαζεύαμε
νερό για πότισμα από τις βρύσες που είναι στο Μεσοχώρι.
Με τους τενεκέδες ο καθένας πότιζε τον κηπάκο του, αλλά τι να
ποτίσεις με τον τενεκέ;
Αρκετοί από τους χωριανούς μας είχαν κυψέλες και πρώτος και καλλίτερος ο δάσκαλος ο Κώστας ο Λένης.
Ήταν συστηματικός μελισσοκόμος, είχε πάνω από πενήντα κυψέλες και έβγαζε αρκετό μέλι.
 Κάθε τόσο τα έκανε επιθεώρηση. Τα τάιζε το χειμώνα, τους έριχνε φάρμακα.
Δεν είχε όμως κυψέλες μόνο ο Λένης, είχαν και πολλοί άλλοι στο χωριό μας, τα κορίτσια της θείας Πούλιας  η θεία μου η Φερενίκη κ.α.
Το   χωριό   μας   είναι,   λόγω   του   κλήματος   και   της   μεγάλης ανθοφορίας, μοναδικό για μελισσοτροφία.
Στις 23 του Απρίλη, του Αϊ Γιωργιού συμφωνούσαμε  τον τσομπάνο και τον αγροφύλακα.
Η συμφωνία ήταν για ένα εξάμηνο ως του Αγίου Δημητρίου.
Δεν θα αναφερθώ εδώ για τον τσομπάνο τον αγροφύλακα και
τους άλλους υπαλλήλους του χωριού, γι’ αυτούς θα τα γράψω ξεχωριστά στο θέμα -τα επαγγέλματα στο χωριό μας-.
Σιγά- σιγά άρχιζε και η δουλειά για μας τα παιδιά .
Να πάρουμε τα κατσίκια και να τα βοσκήσουμε.
Τα κατσίκια τα αγαπούσαμε πολύ και η στενοχώρια μας ήταν να μην τα σφάζουν το Πάσχα. Τα σφάζαν όταν δεν ήμασταν εμείς εκεί.
Βεβαία το μαθαίναμε, αλλά καλή είναι η αγάπη, καλό είναι, όμως και το ψητό το Πάσχα.
Έπειτα είχαμε βαρεθεί και το κρέας ....
Πάσχα, Χριστούγεννα, Δεκαπενταύγουστο.... Κρέας.... ήταν να μην το βαρεθείς    ;
Μπαίνοντας καλά η άνοιξη έπρεπε να φυτέψουμε στα νιόσκαφτα χωράφια τις πατάτες τα κρεμμύδια και ότι άλλο λαχανικό, για να γίνουν νωρίς πριν πιάσει η ξηρασία του καλοκαιριού.
Οι καημένες οι γυναίκες, οι μανάδες μας, είχαν και τις δικές τους δουλειές.
 Εκτός από τα κατσαρολικά που τα είχαν καθαρίσει την Καθαροδευτέρα,  έπρεπε να  καθαρίσουν  και  το  σπίτι,  που  το χειμώνα είχε γίνει χάλια, όταν μάλιστα μέναμε μέσα όλοι και πρώτα τα παιδιά και κουβαλούσαν σωρό τις λάσπες.
Όλα τα ρούχα θα έβγαιναν έξω να αεριστούν και να ξεμουχλιάσουν.
 Όσα μπορούσαν τα έπλεναν πέρα στη βρύση ή  όταν ήταν καλός καιρός και καθαρό το νερό  στη σουρνάρα των Γιαννακαίων που έκανε μικρό  καταρράχτη,  όταν είχε  καταιγίδα  και πολλές ανοιξιάτικες βροχές.
Ο κόπανος  αντηχούσε σ’ όλο το χωριό.
Οι δουλειές όμως για τις νοικοκυρές, για τις μανάδες μας, δεν τελείωναν.     
Σε λίγο ερχόταν το Πάσχα και το πανηγύρι μας κι έπρεπε να ετοιμαστούν Να ετοιμάσουν τα ρούχα μας, να τα σιδερώσουν με τα σίδερα εκείνα με τα κάρβουνα. Να   κάνουν γιορτινό το σπίτι. Να κάνουν τα φαγητά τα γλυκά. Ποτέ ξεκούραση οι καημένες.
Ευτυχώς που λειτουργούσε το σχολειό και φεύγαμε εμείς από τα σπίτια και τους αδειάζαμε τη γωνιά....
Με τη φόρα που πήρα πολλά θα ξέχασα. Αν κάποτε τα θυμηθώ, ίσως σε άλλη έκδοση, να τα γράψω. Θα μου πουν βέβαια και τα δικά τους πολλοί γνωστοί μου, χωριανοί μου, που έζησαν τα χρόνια εκείνα τα καλά και τα άσχημα, με τις χαρές και τις λύπες, που έμειναν όμως  χαραγμένα  ανεξίτηλα στη μνήμη μας.


Το καλοκαίρι
Όλες οι εποχές στο χωριό μας είναι όμορφες  και έχουν τα καλά τους, όπως λέει το θαυμάσιο παραμύθι «Η κυρά καλή και οι  Δώδεκα μήνες»
Αν συγκρίνουμε τις τέσσερις εποχές με τις ηλικίες των ανθρώπων θα λέγαμε ότι η άνοιξη είναι η εποχή της νιότης και της αναγέννησης, της φύσης, το καλοκαίρι της ωριμότητας όπως και το φθινόπωρο που αρχίζει η φθορά, για να πάμε στο χειμώνα και να περιμένουμε πάλι την άνοιξη.
Έτσι έγινε ο κόσμος και έτσι θα τελειώσει, όσο και αν ο άνθρωπος μπαίνει ανάμεσά του.
 Στο Κουκούλι έχουμε έναν ακόμα λόγο να χαιρόμαστε το καλοκαίρι.
Δεν έχουμε τις κάψες του κάμπου και των πόλεων  με τα πολλά τους προβλήματα.
Ο ουρανός είναι πάντα καθαρός και τα πρωινά και τα βραδινά απολαμβάνουμε το δροσερό αεράκι, που σου δίνουν όρεξη για δουλειά.
Πολλοί εξηγούν το καθαρό μυαλό των Ζαγορίσιων και στο κλίμα, δεν ξέρω…
Πάντως εγώ όταν μένω στην Ξάνθη  ή στη Βέροια, όλο υπνηλία  είμαι και δεν έχω καμιά όρεξη για δουλειά.
Περιμένω πότε να πάω στο Κουκούλι, να πάω στον κήπο μας να καθίσω κάτω από τον πλάτανο, να κάνω βόλτες ως τα Τσούλια  και τον Αγιάννη, να καθίσω σε έναν ίσκιο και να γράψω  ή να διαβάσω.
 Καιρός όμως είναι να πούμε πως περνούσαν οι χωριανοί μου το καλοκαίρι.
Το καλοκαίρι το χωριό μας  στα παλιά είχε πολύ περισσότερο κόσμο από σήμερα.
 Εκτός  από τους ντόπιους, ερχόταν και οι σαρακατσάνοι και γέμιζαν τα εγκαταλελειμμένα σπίτια, γέμιζε το Μεσοχώρι.
Λειτουργούσε και το καφενείο.
Έπαιζαν χαρτιά, ραμί, οι σαρακατσάνοι  και πίναν  τσίπουρα  ως τα μεσάνυχτα.
Το σχολείο γέμιζε παιδιά, αφού ερχόταν και τα σαρακατσανάκια, τα βλαχάκια, όπως τα λέγαμε εμείς.
Το σχολειό λειτουργούσε θερινό,  και τους καλοκαιρινούς  μήνες για να φοιτήσουν και τα σαρακατσανάκια.
Οι βρύσες γέμιζαν από άλογα και μουλάρια.
 Σωρός η κοπριά, που πολλοί την μάζευαν για λίπασμα.
Ως 100 ζώα πότιζαν στις βρύσες μελίσσι οι αλογόμυγες.
 Τότε οι βρύσες είχαν περισσότερο νερό.
Εμείς περιμέναμε να τελειώσουν τα άλογα, για να πάρουμε νερό, γιατί πολλά κλωτσούσαν και τότε  αλίμονό μας.
Ερχόταν και πολλοί  ξένοι στο χωριό, άλλοι να δουλέψουν σαν εργάτες, αλλά και πολλοί ξενιτεμένοι  που ζούσαν και εργάζονταν και στο εξωτερικό ή σε  άλλα μέρη μέσα ή έξω από την πατρίδα μας και  παίρναν  την άδεια τους.
 Για τουρισμό δεν μιλάμε εκείνη την εποχή, ο όρος ήταν άγνωστος  ως το ενενήντα.
Πολλοί χωριανοί μου ασχολούνταν και με κάποιες γεωργικές δουλειές.
Ο θέρος γινόταν στο τέλος Ιουλίου με αρχές Αυγούστου ανάλογα με τον καιρό.
Τα καλαμπόκια και τα σταφύλια τα μαζεύαμε το φθινόπωρο.
Ο θέρος ήταν πολύ κουραστική δουλειά γιατί θερίζαμε με τα δρεπάνια, μες τη ζέστη και μετά φέρναμε τα δεμάτια στο αλώνι, τα περισσότερα τα φέρναν οι γυναίκες φορτωμένες, λίγοι είχαν άλογα.

Αν δεν μπορείς γέρο να θερίσεις,
δένε και κουβάλα,
κούνα και τ’ σαρμανίτσα.
λέγαν στα παλιά.

Πως γίνονταν το αλώνισμα στο χωριό μας;
Έδεναν το άλογο  με την τριχιά, χωρίς σαμάρι, στο κέντρο του αλωνιού, στον κάθετο πάσαλο που τον λέγαμε στρίορα  και το ζώο γύριζε γύρω- γύρω, πατώντας τα στάχυα για να βγει το σιτάρι, ως που μαζεύονταν η τριχιά και το άλογο πλησίαζε στον στρίορα.
 Αφού τυλίγονταν όλη η  τριχιά γύριζε το ζώο αντίθετα και ξετυλίγονταν.
Έτσι έβγαινε από τα στάχυα  όλο το σιτάρι.
Έβλεπες τον αλωνιστή καταϊδρωμένο μέσα στη κάψα του  αλωνάρη και το άλογο το καημένο να γυρίζει και να χλιμεντρίζει πνιγμένο στον ιδρώτα.
Τελειώνοντας το αλώνισμα  η θεία η Φερενίκη έκανε   το λίχνισμα, χωρίζοντας το σιτάρι  από τον  άχυρα  με το φύσημα του αέρα.
Στο τέλος το περνούσαν από χοντρό κόσκινο, το ντριμώνι όπως το λέγαν.
Για μας τα παιδιά η μεγάλη χαρά ήταν το τέλος του αλωνίσματος, και θα σας πω γιατί:
Μόλις τελείωνε το αλώνισμα  άρχιζε το δικό μας παιγνίδι.
Ρίχναν τα άχυρα   στην άκρη στο αλώνι κάνοντας έναν μεγάλο σωρό προς την κατηφόρα, κι εμείς μπαίνοντας στη σειρά  παίρναμε φόρα  και πηδούσαμε μέσα στα άχυρα, όσο μπορούσαμε πιο μακριά  και βουτούσαμε ξανά και ξανά και βγαίναμε από το κάτω μέρος με κολλημένα  τα άχυρα  σε όλο, μας το κορμί και ξανά τα ίδια και τα ίδια, κι έπεφτε ο ένας πάνω στον άλλο.
Και φωνές και τσιρίγματα και γέλια.
’Έπεσες πάνω στο Γιάννη…. φώναζε ο Πέτρος….
Δεν βλέπεις που πηδάς Ρηνούλα,…. φώναζαν η Ναυσικά και ο Βύρων…. Έπεσες πάνω στο κεφάλι μας…, θα μας σκοτώσεις…
Όσο και αν προσπαθήσω αδύνατο να περιγράψω  εκείνη την παιδική χαρά, την άδολη, την αθώα.

Στιγμές μοναδικές που χάθηκαν πια.
 Θέ μου να γινόταν  να την ξαναζήσουμε  μια φορά, έστω και για μια στιγμή,  έστω  και σε  ένα όνειρο…..
Και δεν ήταν μόνο αυτή η χαρά μας.
Η άλλη μας χαρά ήταν να πάμε να βοσκήσουμε τα κατσίκια στα Τσούλια, στους Αγιάνιδες,  στις Καστανιές, στα Κοσιάρια, στη βρύση του Ζαμπέλη,  στα Καληγιώργια.
Όταν δεν είχαμε σχολείο, πρωί πρωί παίρναμε  τα κατσίκια, άλλο που δεν ήθελαν οι μανάδες μας, να μας ξεφορτωθούν, να φύγουμε από το σπίτι να τις αφήσουμε ήσυχες …
Ανταμωνόμασταν και με  όλα  τα παιδιά.
                                       
Τα Πετρακόπουλα, τον Ανδρέα τον Νανόγλου, τον Μιχάλη τον Παπαβασιλείου, τον Αχιλλέα, την Ευτυχία του Γιαννακού, τα κορίτσια του Παντελή Ζήγου.
Οι μεγάλες που μας πρόσεχαν κι όλας, ήταν η Ασπασία και η Θάλεια.
 Αυτές, όπως θα σας πω τις θέλαμε και για πολλούς άλλους λόγους.
 Και τραβούσαμε για τη βοσκή.
Παίρναμε σε κανένα κλειδοπίνακο καμιά βρασμένη πατάτα, καμιά τομάτα, λίγο τυρί ή γκίζα και δρόμο….
Για νερό δεν είχαμε πρόβλημα, βάζαμε τις χούφτες και πίναμε όσο θέλαμε  στη βρύση του Ζεμπέλη.
 Εκεί περνούσαμε μέρες αξέχαστες.
Για τα παιγνίδια όμως νομίζω ότι δεν πρέπει να συνεχίσω αφού θα μιλήσω   ξεχωριστά στην  εργασία μου με τίτλο « Τα παιγνίδια που παίζαμε» .

Και δεν ήταν μόνο τα παιγνίδια, ψάχναμε και για αγριοφράουλες, που φύτρωναν στο λάκκο στα Κοσιάρια και πιο νόστιμες και πιο αρωματικές δεν έχουν φυτρώσει  πουθενά στη γη.
 Περνούσε η ώρα και σαν δεν συμμαζευόμασταν άρχιζαν οι μανάδες η Πολύτη η Λευτερία,  να φωνάζουν από τη μια και την άλλη άκρη του χωριού.
Άντε  μωρέ ανεπρόκοπα… Ως πότε θα γυρίζετε,… ήρθε η ώρα για φαΐ.
Και τότε εμείς θυμόμασταν το φαΐ.
Άλλη χαρά για μας ήταν όταν μας έλεγε η μάνα μας:
 Άντε… χαρά σας σήμερα- -
 Τι θα γίνει μάνα….;
Έχει κανένα καλό φαΐ.
-    Θα πάμε στις πλακαναριές στο Βίκο τον Μικρό να πλύνουμε τα ρούχα.
-    Χοροπηδούσαμε και τα τέσσερα από τη χαρά μας.
Αυτό ήταν για μας το καλλίτερο φαΐ.
 Όλη τη μέρα θα  πλιατσκαρίζαμε… , θα βουτούσαμε  στις οβίρες.
 Και δεν μας φαίνονταν βαριά τα ρούχα που η μάνα μας είχε φορτώσει Εκτός που ήταν φορτωμένη ή ίδια με το καζάνι και τον κόπανο, φόρτωνε και σε μάς τις κουβέρτες και τα σαΐσματα και γραμμή για το μύλο του Λαζαρίδη και από κει στις οβίρες.
Άναβε φωτιά με ξύλα που μάζευε από την ακροποταμιά και μέσα   στο καζάνι έβραζε  νερό και τα έπλενε με αλισίβα   και τα κοπανούσε στις πλακανίθρες.
Εμείς  μπλέτσικα τελείως, όλη τη μέρα βουτούσαμε στις οβίρες.
Κανένας δεν μας έβλεπε …. εκεί  κάτω .. κάτω από τις ιτιές.
Η αδελφή μας λίγο δήθεν ντρέπονταν, όταν τις έφευγε το φαρδύ βρακάκι της και μεις της το τραβούσαμε να γελάσουμε και όλοι σαν τους πρωτόπλαστους, πριν την αμαρτία χαιρόμασταν το κατακάθαρο νερό.
Το μεσημέρι τρώγαμε ότι λάχαινε, κάτω από τις ιτιές.
Και το βράδυ στενοχορεμένοι… όχι γιατί  ήμασταν  φορτωμένοι τα ρούχα και τραβούσαμε τον ανήφορο για το χωριό, αλλά και γιατί χάσαμε το μπάνιο μας.
Πότε θα ξαναπάμε  στο Βίκο μάνα…;
Του χρόνου τώρα.
Του χρόνου ξαναπήγαμε, έλειπε όμως ένας από την παρέα μας. έλειπε η αδερφούλα μας.
 Άλλες μανάδες πήγαιναν να πλύνουν κάτω στο ποτάμι που είναι πιο κάτω από το μύλο του Κόκκορου.
Φαντάζομαι και εκεί γινόταν τα ίδια.
 Είχε και άλλες χαρές το χωριό μας το καλοκαίρι, προπαντώς προπολεμικά, όταν άρχιζαν τα πανηγύρια που ξεκινούσαν από της Ζωοδόχου Πηγής και τελείωναν   της Παναγίας στο Σελιό, στο Βραδέτο και στη Μπάγια.
Γι’ αυτά όμως θα σας πω ξεχωριστά.
 ¨Όπως είπα και για την άνοιξη, αυτά ήταν πολύ λίγα από όσα θυμάμαι εγώ για το καλοκαίρι.
  Πολλοί σίγουρα θα θυμούνται περισσότερα.                            (45)
ΦΩΤΟ Γ.Βακάμη
   Η μάνα μου βγάζει τα γίδια  για τον τσομπάνο.
Μπροστά πηγαίνει ο τράγος ο Νταλίπης.
Ο Νταλίπης ήταν Μακεδονομάχος και στο κοπάδι μας ήταν ο καπετάνιος.

Η εποχή του Φθινοπώρου στο Κουκούλι

Μια ξεχωριστή εποχή, για πολλούς λόγους, είναι το Φθινόπωρο για το χωριό μας.
Είναι μια γλυκιά εποχή, ούτε πολλή ζέστη, ούτε πολύ κρύο.
Εποχή για δουλειά.
Η φύση αλλάζει συνεχώς χρώματα και όπως το χωριό μας είναι πνιγμένο μες το πράσινο, μόλις   έρχεται   το Φθινόπωρο αρχίζουν πρώτα να κοκκινίζουν οι κρανιές και μετά τα χρώματα,- μαγικά- αλλάζουν, από το πράσινο ως το κίτρινο  το  -τριανταφυλλί.
Η   Περσεφόνη ετοιμάζεται να κατεβεί στον Άδη, -σύμφωνα με το παλιό παραμύθι - να περάσει εκεί το χειμώνα και να μας ξανάρθει την άνοιξη.
Οι χωριανοί μου το καταλαβαίνουν και σημαίνει συναγερμός.
Ο καθένας κάνει ότι μπορεί να  ετοιμαστεί για το χειμώνα που σε λίγο θα ‘ ρθεί.
«Ο καλός ο νοικοκύρης το χειμώνα  χαίρεται»... λέει η παροιμία.
 Τον Σεπτέμβριο άνοιγαν και τα σχολεία.
Τέλος οι ξενοιασιές....Εμάς όμως δεν μας σκότιζε και πολύ.... θα βρίσκαμε τους φίλους μας και πρώτα τον δάσκαλό μας  τον  Λαζαρίδη, που  μαζί του  δεν μας έλειπαν  τα παιγνίδια, οι χοροί  τα τραγούδια,   τα γέλια κι οι χαρές.
 Ο κόσμος όπως είπα είναι σε αναβρασμό.
Πρέπει να μαζέψουν τις σοδιές τους. Ό,τι είχε ο καθένας,....
Οι πατάτες θέλουν βγάλσιμο και κουβάλημα, τα κολοκύθια που
είναι σκορπισμένα σαν αρνάκια στα χωράφια, θέλουν μάζεμα.
Τα φασόλια μας περιμένουν κρεμασμένα στις φασολιές.
Η μάνα, μας παίρνει το πρωί να πάμε στους κήπους στη Μπάγια.
Όλη μέρα εκεί σαν χαμόραγκες βουτηγμένοι στο χώμα βγάζουμε τις πατάτες και το βράδυ   φορτωμένοι   όλοι   μας,   παίρνουμε   τη   σκάλα   για   τα  Καλγιώργια και φτάνουμε κατάκοποι, αλλά χαρούμενοι, στο σπίτι γιατί θα περάσουμε καλό χειμώνα.
Του Αγίου Δημητρίου θα κλείναμε συμφωνία για τσομπάνο,  μέχρι του ΄Αι Γιωργιού.
 Τι του δίναν ακριβώς δεν ξέρω;   
Έπειτα ανάλογα με τις περιστάσεις του κανόνιζαν και τη ρόγα- όπως λέγαν την αμοιβή του.
Αν είχε οικογένεια του δίναν και είδος, πατάτες κρεμμύδια σιτάρι, καλαμπόκι κ.λ.π.
Οπωσδήποτε ένα δυο ζευγάρια τσαρούχια και σπίτι για να μείνει
Τα ξύλα τα κονομούσε ο ίδιος αφού όλη τη μέρα ήταν στο δάσος.
Πολλή χαρά και πολλή κούραση μαζί ήταν για μας ο τρύγος.
Τα περασμένα χρόνια, μέχρι το 1920 το μεγαλύτερο μέρος της καλλιεργήσιμης έκτασης του χωριού καλύπτονταν από αμπέλια.
Όμως η φυλλοξέρα του 1925 κατέστρεψε την αμπελουργία και στέρησε τους κατοίκους από ένα βασικό εισόδημα.
Σήμερα όλη η περιοχή έχει γίνει αδιάβατο δάσος και απομεινάρια της είναι  τα τοιχάρια και οι ερειπωμένες  καλύβες μνήμες μιας καλής ξεχασμένης εποχής.
Από τα αμπέλια αυτά εγώ θυμάμαι μερικά. Θυμάμαι ακόμα πολλές κληματαριές  πάνω σε θεόρατες βελανιδιές, όπως στα περιβόλια στα Τσούλια και σ’ άλλα μέρη, κι εκεί σαν να βλέπω τώρα σκαρφαλωμένες  μέχρι την άκρη των κλαδιών την  Ασπασία τη Μερόπη κι άλλες γυναίκες του χωριού  να τρυγούν τα γλυκύτατα σταφύλια που κολλούσαν στα δάχτυλα απ’ το  σιρόπι. 
Μετά φορτώνονταν  τα σεπέτια  τα φέρναν στο σπίτι, τα πατούσαν  στο πατητήρι για να βγει ο μούστος  να γίνει το    κρασί  και από τα τσάμπουρα να βγει το τσίπουρο.
Πως βγάζαν το κρασί και το τσίπουρο θα σας πω ξεχωριστά.
Θυμάμαι τον τρύγο στο αμπέλι του νονού μου, του Κώστα Γιαννακού, κάτω από το χωράφι του Κουτούζη.
Για τις γυναίκες και για τα κορίτσια, ευχάριστο νυχτέρι ήταν το ξεκόκκισμα του καλαμποκιού.
Καθόταν τα βράδια και το ξεφλούδιζαν και μετά το χτυπούσαν με το ξύλο να βγουν τα σπυριά.
Εκεί καταλαβαίνετε και τα  κοτσομπολιά:  ποια κουνιέται στο χωριό, ποια χαμογέλασε  ποια είναι νοικοκυρά και ποια ανοικοκύρευτη.
Η κάθε μία  έλεγε τα δικά της.
Κουραστική δουλειά ήταν η σπορά.
Στα παλιά   χρόνια   λέγαν   ότι   στο   χωριό   υπήρχαν   πολλά σιταροχώραφα, αυτό φαίνεται από τα αλώνια και τους πολλούς μύλους που είχαμε στο χωριό, λείψανά τους ακόμη σώζονται. Πολλοί μάλιστα όπως ο Σκόκας και ο Μπαντόκας σπέρναν σίκαλη και στο βουνό στην Αστράκα, κανείς όμως δεν θυμάται.
 Λέγεται ότι πήγαιναν το Σεπτέμβρη, θέριζαν και  σπέρναν στη συνέχεια. γιατί εκεί  οι καιρικές συνθήκες είναι διαφορετικές, αρχίζει νωρίς ο χειμώνας και έρχεται αργά η άνοιξη.
Όσοι είχαν μεγάλα ζώα, όπως ο Γιαννακός, ο Χρυσόστομος, ο Γρηγόρης ο Ζήγος, ο Πάνος ο Τσουμάνης, όργωναν με τα άλογα και σπέρναν, οι άλλοι με την τσάπα και το δικέλι.
Αλίμονο αν το κάθε σπίτι δεν εξοικονομούσε τα ξύλα για το χειμώνα.
Ο κάθε νοικοκύρης έπρεπε να γεμίσει το κατώϊ του.
Τα κούτσουρα για τις γιορτές ξεχωριστά, τα χοντρά ξεχωριστά, τα
σιόλιανα το ίδιο.
 Η μάνα στην αυλή είχε σωρό τα τσάκνα για προσανάμματα.
Τσάκνα είχαμε και από τα κλαδιά που δίναμε στα γίδια για τροφή.
Όσοι δεν μπορούσαν να κόψουν οι ίδιοι ξύλα τους έκοβε ο ξυλάς, ο ξυλοκόπος.
Ήταν συνήθως ρωμαλέοι άντρες από τα χωριά του Μετσόβου ή
από το ανατολικό Ζαγόρι, Βωβούσα, Γρεβενίτι, κ.λπ.
Θυμάμαι είχαν ένα τσεκούρι που εμείς με δυσκολία το σηκώναμε.
Ξύλα  κόβαμε γύρω από το χωριό,  εκεί που  μας επέτρεπε ο δασοφύλακας.
Ο δασοφύλακας  ήταν πολύ  αυστηρός  και  αν  κόβαμε  σε  μέρος απαγορευμένο, εκτός που μας έκανε μήνυση μας έπαιρνε και το τσεκούρι ή το κλαδευτήρι.
Τέτοιον  αγροφύλακα   και   δασοφύλακα   θυμάμαι   τον   Νίκο   τον Παπαβασιλείου.
Πολλά σπίτια εξασφάλιζαν από το φθινόπωρο και το κρέας του χειμώνα.
Κοίταζαν στο μαντρί και αν είχαν καμιά γίδα ή προβατίνα στέρφα που δεν είχε γεννήσει για μια ή δυο χρονιές ή γεννούσε και δεν κρατούσε τα κατσίκια ή τα αρνιά, ή αν ήταν καμιά λίγο γριά και δεν είχε πλέον γάλα, την έκοβαν. Ο καθένας προσπαθούσε να σφάξει ο ίδιος το ζώο του.
Αν δεν τα κατάφερναν, τα πήγαιναν σε ειδικούς γι’ αυτή τη δουλειά.
Εγώ θυμάμαι τον ξάδερφό μου το Γιώργο τον Γιαννακό.
Έσφαζε και ο Γρηγόρης ο Ζήγος, σφάζαν και όλοι οι σαρακατσαναίοι.
Το  χωριό   είχε   κάτω   από   τα  χαγιάτια   και   ειδικό   κτήριο, το χασαπαριό.
 Ήταν ένα χτίσμα πάνω από τον λάκκο, για να παίρνει το νερό, τις ακαθαρσίες από το σφαχτό και να τις πάει κάτω στο ρέμα
Ήταν ανοιχτό από τις τρεις μεριές και εκεί σφάζαν.
Το κτήριο γκρεμίστηκε γύρω στα 1960.
Μπορούσε να μείνει σαν ενθύμιο. Δεν βαριέσαι,... τόσα και τόσα χάθηκαν για το χασαπαριό …θα  κλάψουμε;
Το μεγάλο πρόβλημα ήταν η συντήρηση του κρέατος.
Μεγάλο ήταν το πρόβλημα να εξοικονομήσουμε τις τροφές για τα ζώα το χειμώνα.
 Εκείνη την εποχή με τι να αγόραζες τριφύλλι, ή καλαμπόκι,  Αφού δεν είχαμε εμείς να φάμε, θα αγοράζαμε για τα ζώα;
Έπρεπε λοιπόν ο καθένας να εξοικονομήσει την τροφή για να μην τα βρει στο κατώι, κόκαλα και κέρατα όπως τα βρήκε ο γύφτος της ιστορίας.
Από το τέλος της άνοιξης άνδρες και γυναίκες με τα δρεπάνια ή με την κόσα, έκοβαν αγριόχορτα, αγριοτρέφυλλο αγριομπίζελο και τα αποθήκευαν στα κατώγια.
Τέλος του καλοκαιριού και στις αρχές του φθινοπώρου έκοβαν κλαδιά βελανιδιάς τα στέγνωναν, τα αποθήκευαν   και τα δίναν το χειμώνα στις κατσίκες.
Να   μας   έβλεπες   σκαρφαλωμένους   στις   βελανιδιές   με   το κλαδευτήρι,- το βατοκόπι όπως το λέγαμε- να ρίχνουμε κάτω τα κλαδιά από τεράστια δέντρα.
Πόσες   φορές   κουβάλησα   χορτάρι   με   το   γαϊδούρι   μας , την
Αντρομάχη, από τις Δραγατσούρες.        
Το άθλιο... μόλις ανεβαίναμε τον ανήφορο, τίναζε την πλάτη του, το φόρτωμά του  έφτανε στην κοιλιά και μαζί φόρτωμα και γαϊδούρι   κατρακυλούσαν στον κατήφορο. Και άντε πάλι να το ξεφορτώσεις και να το ξαναφορτώσεις.
Και δεν ήταν μόνο αυτό, μόλις βγαίναμε στον αμαξωτό δρόμο έπαιρνε την τρεχάλα και άντε να την φτάσεις, λες και της είχε βάλει νέφτι στον κώλο, όπως έκανε ο χότζας.
Κι εγώ έτρεχα  πίσω  να κρατάω το σαμάρι να μην ρίξει το φόρτωμα και μπούμε σε άλλους μπελάδες.
Πολλές φορές φορτωνόμουν και εγώ κλαδί και το πήγαινα ως την στροφή στα Τσούλια. Δεν το έφερνα φορτωμένος στο χωριό για να μην με κοροϊδεύουν τα άλλα παιδιά  και με λένε κοπελιάρη.
Οι δουλειές δεν τελειώνουν το φθινόπωρο πρέπει να  γίνουν οι τελευταίες φροντίδες για τα δέντρα: ξελάκωμα, κλάδεμα, ακόμα και μπόλιασμα.
Καθηγητές σ’ αυτή τη δουλειά είναι ο Χαράλαμπος ο Πετράκης, ο δάσκαλος ο Λαζαρίδης, -αυτός έχει μάθει και πολλούς μαθητές του, όπως την Θάλεια,  την Ασπασία και πολλά ακόμη παιδιά του χωριού να κλαδεύουν, να μπολιάζουν και γενικά να περιποιούνται τα δέντρα.
Οι χωριανοί μας βέβαια από πολύ παλιά ήξεραν να μπολιάζουν και στο χωριό μας τα αμπέλια και οι κήποι ήταν γεμάτα από οπωροφόρα δέντρα, κυρίως κερασιές, εξαιρετικής  ποιότητας.
Ο Χαράλαμπος ο Πετράκης είχε κάνει  οπωρώνα με μηλιές δίπλα στο σπίτι του με πολύ καλές ποικιλίες για  κείνη  την εποχή.
Και ακούστε:
Πέρασαν κοντά εβδομήντα χρόνια από το χίλια εννιακόσια τριάντα οχτώ και τα δέντρα αντέχουν ακόμη και σήμερα, χωρίςκλάδεμα, χωρίς ράντισμα χωρίς λιπάσματα.
Έτσι κανένας στο χωριό δεν αγόραζε φρούτα η λαχανικά, όλα τα είχε από το χωράφι του.
 
Ο χειμώνας

Όλα είναι διαφορετικά στο χωριό μας το χειμώνα και τη διαφορά την βλέπουμε  στη φύση.
Εκεί που την άνοιξη σε κυρίευε το πράσινο το καλοκαίρι το κίτρινο και το φθινόπωρο το καφέ, τώρα όλα είναι σκούρα μουντά και γυμνά και μόνο πέρα προς το Μιτσικέλι βλέπεις να πρασινίζουν τα πεύκα και τα έλατα.
Ο χειμώνας είναι τις περισσότερες φορές γλυκός.
Σπάνια να έχουμε τις παγωνιές της Ξάνθης και της Βέροιας που σου παγώνει το πρόσωπο το ξεροβόρι.
Τώρα το σπίτι θέλει τακτοποίηση, να βγουν τα παπλώματα να αεριστούν, να γίνει το σκούπισμα, κι ως που να τελειώσουν αυτά κοντεύει το μεσημέρι και πρέπει η μάνα να ετοιμάσει το φαγητό για τα παιδιά που θάρθουν από το σχολειό,  και για όλη την οικογένεια.
 Στο χωριό μας, στα παλιά χρόνια πολλές οικογένειες ήταν πολυμελείς,  πολλά τα παιδιά και πολλές φορές ζούσαν μαζί τους και ανύπαντρες  αδερφές,  αδέρφια παππούδες γιαγιάδες  καταλαβαίνεις τι γινόταν ….
Βέβαια βοηθούσαν όλοι, αλλά η περισσότερη φασαρία ήταν της μάνας.
Η πεθερά ή η γιαγιά έκανε βέβαια κουμάντο.... και αλίμονο στην νύφη     που δεν τα είχε καλά με την πεθερά…..   
Για το τι  τοιμάζαν για μεσημέρι και βράδυ θα το γράψω ξεχωριστά. Πολλά φαγητά ήταν κοινά σε όλο το χωριό, κάθε οικογένεια όμως ανάλογα με την οικονομική της κατάσταση έκανε και τα φαγητά της.
 Οι πιο πλούσιοι, πιο πλούσια, οι φτωχοί πιο φτωχά.
 Σ' εκείνο που ταιριάζαμε όλοι είναι, ότι οι περισσότερες νοικοκυρές κάναν πίττες, όσπρια και φαγητά που είχαν μέσα το γάλα.
Το γάλα έσωσε το χωριό μας  στην κατοχή.
Το   απόγευμα   και   περισσότερο   το   βράδυ,   είχε   και   κάποια ξεκούραση. Εμείς τα παιδιά διαβάζαμε και γράφαμε τα μαθήματα της  άλλης  μέρας,   ο  παππούς  και  η  γιαγιά  δίπλα  στο  τζάκι, κοκκίνιζαν τα πόδια στη  φωτιά και πιο πίσω οι μεγάλοι και τα παιδιά.
Τα σπίτια δεν είχαν τη μόνωση που έχουν σήμερα και το κρύο έμπαινε από χίλιες μεριές.
Καθόμαστε κουκουλωμένοι στις κουβέρτες και τρίβουμε τα χέρια  μας για να μπορούν να πιάσουν το μολύβι και το κοντύλι να γράψουμε το μάθημα της άλλης μέρας.
Η γκαζόλαμπα μόλις και μας φωτίζει. Η μάνα πλέκει και η κυρά –μάνα-, η γιαγιά- μπαλώνει τις κάλτσες μας ή μας πλέκει τσερέπια.
Η χαρά μας είναι νάχουμε νυχτέρι, νάρθουν οι γειτόνισσες τα κορίτσια της Θείας Πούλιας και πρώτα η παραμυθού η Θάλεια  να μας πει  παραμύθια, αινίγματα, να παίξουμε  παιγνίδια.
Τέτοιες βραδιές δεν θέλαμε  να τελειώσουν ποτέ.
Βεβαία  έχει τις  ομορφιές του ο χειμώνας έχει όμως και τις δυσκολίες του.
Το μεγάλο πρόβλημα είναι όταν πέσει πολύ χιόνι.
 Λίγες χρονιές θυμούμαι να έχει πέσει πολύ χιόνι, αλλά αυτές μου καρφώθηκαν στο μυαλό, και πρώτα οι χρονιές της κατοχής.
 Για την κατοχή θα μιλήσω βέβαια ξεχωριστά.
Θυμάμαι μια φορά είχε ρίξει πάνω από ενάμισι μέτρο και μας είχε κλείσει τις πόρτες.
Βγήκε η μάνα το πρωί να πάει για τα ζώα και ακούμε να φωνάζει.
-Βγείτε μωρέ να δείτε, δεν μπορώ να βγω από την πόρτα  να πάω στα γίδια, μέτρα το έκανε κι όλοι επί ποδός, να βοηθήσουμε.
Και δεν ξεσηκωθήκαμε μόνο εμείς, όλο το χωριό είναι στο πόδι   φωνές από παντού. Η θεία η Φερενίκη και η ξαδέρφη η Χρυσίτσα φώναζαν από πάνω  -Πολύτη.... θα ανοίξουμε εμείς, εγώ κι ο Γιώργος, το δρόμο ως το σπίτι σας, εσείς να ανοίξετε ως την πόρτα της Πούλιας.
Όλο το χωριό ανάστατο  άλλος ξεχιόνιζε με τα φτυάρια  άλλος   με τους--καρβελάδες,  μ’ ότι μπορούσε ο καθένας ν’ ανοίξει δρόμο  στο    χιόνι.
Ο ξάδερφός μου θυμάμαι φορούσε κάλτσες τράγινες  ως το γόνατο,  φορεμένες πάνω από τα παπούτσια.




Θα συνεχίσω τώρα για τις γιορτές
Στα παλιά χρόνια το είχαν συνήθεια να γιορτάσουν όλες τις  ονομαστικές γιορτές γιόρταζαν όλα τα αρσενικά άτομα, καμιά φορά και τα θηλυκά, από τα μικρά αγόρια μέχρι τον πατέρα και τον παππού.
Υπήρχε η συνήθεια μετά την εκκλησία  να πηγαίνουν επισκέψεις σ΄ αυτόν που γιορτάζει και η νοικοκυρά πρόσφερνε, καφέ, τσίπουρο, και γλυκό στις γυναίκες και στα παιδιά.
   Τώρα που όλοι κλειστήκαμε μέσα στην πόλη αυτά ανήκουν στο παρελθόν.
Τώρα παίρνεις τον φίλο σου ένα ξερό τηλέφωνο, του λες χρόνια πολλά, πολλές φορές ούτε ακούς τη φωνή του παρά διαβάζεις ένα μήνυμα στο τη κινητό τηλέφωνο κι αυτό είναι όλο.
Αυτό σήμερα το λέμε ανθρώπινη επικοινωνία.
 Η μάνα μου βέβαια το είχε παραξυλώσει.
 Ακούστε πόσους γιόρταζε, τους λέω με τη σειρά, τον Δημήτρη, τον Γιάννη, τον Πέτρο, τον Σπύρο, τη Ρηνούλα μας, τον θείο τον Νίκο και πολλούς άλλους που τώρα τους ξεχνώ και όταν γεννήθηκαν τα παιδιά μου και τα παιδιά του Πέτρου γιόρταζε και του Αγίου Μηνά και του Εμμανουήλ και του Α. Δημητρίου και της Ειρήνης.
Δεν ήταν ανάγκη να κεράσει πάστες και τούρτες και γλυκά του ζαχαροπλαστείου, ένα γλυκό του κουταλιού έφτανε και ένα λουκούμι και έναν καφέ.
 Μπορούσε να μην φάει τίποτε αν δεν είχε, να μην κεράσει όμως στις γιορτές αδύνατο, ήταν μεγάλη ντροπή ήταν μεγάλο κακό για το σπίτι. Και όλοι μας ήμασταν ευχαριστημένοι στις γιορτές και με τα λίγα και με τα πολλά, γιατί ήταν καρπός αγάπης, που σήμερα λείπει δυστυχώς σε πολλούς.
Το μεσημέρι κάναν τραπέζι βάζαμαν το ψητό κατσίκι ή το αρνί, πίττες, γλυκά,  φρούτα και απαραίτητο βέβαια το ντόπιο κρασί και το τσίπουρο.
Στο τραπέζι εκτός από τα δικά μας  πρόσωπα καλούσαμε και  τον  παπά, το δάσκαλο, και πρώτα τη μαμή.
Μ' αυτά λέω να κλείσω την περιγραφή μου πως ζούσαν στο χωριό μας στα παλιά χρόνια, πως περνούσαν τις τέσσερις εποχές και κυρίως πριν το 1960.

Σε λίγο οι δρόμοι ήταν ανοιχτοί για να πάμε στα ζώα και τα παιδιά στο σχολείο.
Στα παλιά χρόνια από ένα χωριό στο άλλο πηγαίναμε με τα πόδια ή με τα ζώα.
Με τα πόδια πηγαίναμε και στα Γιάννενα.
Κάναμε επτά ώρες όταν ήταν καλός ο καιρός, ενώ όταν ήταν άσχημος , όπως τον χειμώνα, κάναμε και δέκα ώρες.
Θα πεις τι να κάναμε στα Γιάννενα χειμώνα καιρό, πολλές φορές όμως μας ανάγκαζαν οι καταστάσεις. Ο μπακάλης έπρεπε να ψωνίσει για το μαγαζί ή ακόμα να πάμε στο γιατρό όταν δεν μπορούσε να  ρθει γιατρός στο χωριό.
Πολλά παιδιά που πήγαιναν στο γυμνάσιο έπρεπε να παν με τα
πόδια  στα διπλανά χωριά όπως στη Βίτσα παλιότερα που είχε    σχολαρχείο. Θυμάμαι   κάτι   που   μου   έμεινε   στο   μυαλό καρφωμένο.
Του Αϊ Γιαννιού το πενήντα δύο μαζί με  άλλα παιδιά του χωριού έπρεπε να πάμε στα  Γιάννενα στο σχολείο,  δεν ήρθε όμως λεωφορείο λόγω  του χιονιού  στο Τέρμα και έπρεπε να πάμε με τα πόδια ως την Δοβρά.
Τότε δεν κλείναν τα σχολεία- λόγω καιρού- κι  αν δεν ήσουν το
πρωί  στις εννέα στην τάξη έτρωγες αποβολή και που να πάς να μείνεις στα Γιάννενα όταν δεν είχες κανένα να μείνεις.
Το χιόνι ήταν πάνω από μισό  ως ένα μέτρο και ο δρόμος δεν είχε ανοίξει.
 Μετά από μια ώρα ταλαιπωρία, με μουσκεμένα τα πόδια,     φτάσαμε    στον    Αϊ –Θανάση. Καθίσαμε  λίγο   να ζεσταθούμε στη σόμπα και ως που να φτάσουμε στα Γιάννενα με το σαράβαλο λεωφορείο που  έμπαινε από παντού το νερό και το χιόνι ,μόνο που δεν πάθαμε κρυοπαγήματα.
Θυμάμαι την ιστορία που μας έλεγε η θεία μας η Φερενίκη και η νύφη μας η Μερόπη.
Πήγαμε στα Γιάννενα να ψωνίσουμε για το μαγαζί.
Πήγαμε  καλά,  όταν γυρίσαμε το χιόνι πάνω στο γεφύρι  του  Κόκκορου  ήταν αρκετό και το χειρότερο παγωμένο και όπως είχαν περάσει  και άλλοι με τα ζώα τους γλιστρούσε άσχημα. Αν δεν προσέχαμαν το ζώο όπως ήταν φορτωμένο θα έπεφτε κάτω στο ποτάμι.
Τι να κάνουμε έπρεπε να περάσουμε. Τύλιξε ο Γιώργος  τα πόδια του αλόγου -του Ντορή- με τσουβάλια για να μην γλιστρά κι  εγώ και  η  Μερόπη  κρατούσαμε το ζώο από τα χαλινάρια ,ο Γιώργος από την ουρά και  σιγά -σιγά περάσαμαν.
Τέτοια τραβούσαν ο κόσμος εκείνον τον καιρό.
Για να μπορούν να περπατούν μέσα στο χιόνι οι κυνηγοί είχαν εφεύρει   τις κλάπες, {πέδιλα καμωμένα    από  κλαδιά ιτιάς προσαρμοσμένα  στις σόλες των παπουτσιών, αρκετά φαρδιά  για να μην βουτάνε στο χιόνι}. Τις κλάπες τις χρησιμοποιούσαν και οι ταχυδρόμοι και όσοι ήταν υποχρεωμένοι να βαδίζουν μέσα στο  τα χιόνια.
Έτσι κλείνει ο κύκλος των τεσσάρων εποχών.
Η ζωή των ανθρώπων και τώρα και παλιά, παντού και πάντοτε, όπως και στο χωριό μας είναι άρρηκτα δεμένη στον κύκλο αυτόν.
Ας συμφωνήσουμε κι εμείς  με τη γνώμη της κυρά Καλής στο παραμύθι «Η Κυρά καλή και οι δώδεκα μήνες.






Ο Μπαρμπ’ Αλέξης περιμένει τα εγγόνια του στο Αλώνι














(46)
Θέμα  2ο


Τα προβλήματα της υγείας και της ατομικής υγιεινής
στο χωριό μας
                               
                               






























Η μικρή νοικοκυρούλα

Πρωϊ- πρωϊ σαν σηκωθεί,
αφού ντυθεί κι αφού πληθεί
κι αφού  χτενίσει τα μαλλιά της
αρχίζει αμέσως τη δουλειά της.

Νοικοκυρούλα χαρωπή
την τεμπελιά δεν τη γνωρίζει
ακούραστη κι εργατική
αυτή το σπίτι συγυρίζει.
Με το ποιηματάκι  αυτό της γιαγιάς Πανδώρας που της το είχε μάθει ο δάσκαλός της  και το έλεγε σε κάθε ευκαιρία και στα εγγόνια της και στα δισέγγονά της θα ξεκινήσω να γράψω  για την υγεία και την υγιεινή ζωή  στο χωριό μας.

Το πώς οι χωριανοί μου αντιμετώπιζαν τα προβλήματα της υγείας στα παλιά χρόνια και της ατομικής υγιεινής είναι ένα  θέμα για το οποίο λίγοι έχουν γράψει, για τούτο εγώ θα προσπαθήσω να το προσεγγίσω λαβαίνοντας  υπ’ όψη ό,τι σχετικό έχει γραφεί και ό,τι μου έχουν πει οι παλαιότεροι και γνωρίζω κι εγώ από τις δικές μου εμπειρίες.
Το χωριό μας όπως και αρκετά Ζαγοροχώρια έχει ένα πλεονέκτημα, έχει καταπληκτικό κλίμα.
Το χωριό μας είναι σε κανονικό υψόμετρο 850 ως 900 μέτρα, κατάλληλο για καρδιοπαθείς και για παιδιά.
Δεν έχει καθόλου υγρασία, έχει μεγάλη ηλιοφάνεια που όπως ξέρουμε αυτό βοηθά να μην αναπτύσσονται μικρόβια.
 Δεν το πιάνουν οι άνεμοι, αλλά μόνο ο Νότος Το πολύ πράσινο καθαρίζει τον αέρα και δίνει πολύ οξυγόνο.
Η πληθώρα των πουλιών, ζουν ή περνούν πάνω από σαράντα οικογένειες πουλιών, καθαρίζουν την ατμόσφαιρα από τα βλαβερά έντομα, αλλά και τη γη μας από πολλά τρωκτικά.
Όπως λεν ένα χελιδόνι θέλει για να τραφεί χίλια κουνούπια την ημέρα και το χωριό μας έχει περισσότερα από χίλια χελιδόνια, και μπορούν να φαν ένα εκατομμύριο κουνούπια, φανταστείτε πόσα τρώνε τα άλλα πουλιά.



Αυτός είναι πραγματικός
βιολογικός καθαρισμός







                                                   
                             










(50)
Ψύλλος    ΦΩΤΟ ΙΝΤΕΡΝΕΤ

Για να καταλάβει κανείς την σημασία του κλίματος θα φέρω ένα ζωντανό παράδειγμα.
Το 1952 ήρθε ο χωριανός μας καθηγητής πανεπιστημίου της Θεσ/κης στο χωριό μας ο Πέτρος Κόκκορος για να παραθερίσει.
 Ήταν ένα σαράβαλο και ας ήταν πενήντα χρονών, είχε πάνω του όλες τις αρρώστιες. Ήρθε για να πεθάνει στο χωριό του.
Περνούσε από εκεί και πέρα όλα τα καλοκαίρια στο χωριό, αργότερα όταν βγήκε σε σύνταξη  περνούσε  ακόμη περισσότερο καιρό.
Έγινε τόσο καλά που γύριζε στα γεράματά του στο Βίκο και μάζευε πετρώματα. Έζησε μέχρι τα ογδόντα του χρόνια. Πάντα το μολογούσε, το Κουκούλι με έσωσε.
Όλα τα προβλήματα όμως δεν τα λύνει το κλίμα.
Και οι χωριανοί μου αρρώσταιναν όπως αρρωσταίνουν και σήμερα.
Δεν πήγαιναν όμως για το παραμικρό στο γιατρό, πρώτα γιατί γιατροί δεν υπήρχαν πολλοί, ούτε έρχονταν τακτικά ο γιατρός στο χωριό μας, ούτε ήταν εύκολο να πας στο ιατρείο του ή στα Γιάννενα η στο Νοσοκομείο.
Έπειτα τότε δεν υπήρχε ασφάλιση, ΙΚΑ, ΟΓΑ ή ασφάλιση του δημοσίου.
Για τούτο ο κόσμος τις ελαφρές ασθένειες τις αντιμετώπιζε με πρακτικούς τρόπους ή με τα βότανα. Κάναν εντριβές, ρίχναν βεντούζες, κάναν και κάποιες ενέσεις.
Τις ενέσεις τις έκανε η Ασπασία Σβώλου, ήταν η νοσοκόμα του χωριού μας.
Είχε μάθει πρώτες βοήθειες στο οικοτροφείο.
Πολλοί γιατροί είχαν και άλλο ρόλο μέσα στο χωριό εκτός της ιατρικής, μαζί με την επιτροπή του σχολείου  επέβλεπαν τα σχολεία, ήταν ας πούμε ένα είδος επιθεωρητές και ενδιαφέρονταν αν ήταν καλός ο δάσκαλος, -μάλιστα ήταν κι στην επιτροπή επιλογής του και αν μάθαιναν γράμματα τα παιδιά.
Οι περισσότεροι είχαν γενική ιατρική μόρφωση,  γενικές γνώσεις και τους λέγαν ιατροφιλόσοφους.
Ας δούμε λοιπόν τώρα το ρόλο που έπαιξε ο γιατρός στο χωριό μας και στο Ζαγόρι.
Πρώτα ήταν υγειονομικός γιατρός.
Ήταν υπεύθυνος για την υγιεινή των κατοίκων, για την καθαριότητα του χωριού και μπορούσε να βάλει ακόμα και πρόστιμα, ήταν υπεύθυνος για την προστασία του περιβάλλοντος, ακόμη ήταν και σχολίατρος.
Μου έλεγαν η Θάλεια και η Ασπασία, ερχόταν κάθε Σάββατο ή όταν είχε υπηρεσία στο χωριό και κοίταζε το σχολείο αν είναι  καθαρό, αν είναι καθαροί οι μαθητές, αν έχουν ψείρες, αν υπάρχει τουαλέτα, -αποχωρητήριο- στο σχολείο και αν είναι καθαρό. Και έβαζε και τιμωρίες στον δάσκαλο ή στην κοινότητα.
Ασκούσε προληπτική, αλλά και πρωτοβάθμια, δευτεροβάθμια, καμιά φορά και τριτοβάθμια, ιατρική αν υπήρχε μεγάλη ανάγκη.
 Ήταν γιατρός για το κρυολόγημα αλλά και για τους τραυματισμούς ακόμη και για τις γέννες, ήταν δηλαδή και μαμή.
Υπήρχαν και περιπτώσεις που χρειάζονταν ο άρρωστος να πάει στο Νοσοκομείο  και τα Γιάννενα είχαν Νοσοκομείο από το 1850 ακόμη.
Ο ευεργέτης Γεώργιος Χατζηκώστας με την βοήθεια και άλλων ευεργετών, αλλά και της τοπικής αυτοδιοίκησης κάναν το μοναδικό για την Ελλάδα εκείνη την εποχή Νοσοκομείο Χατζηκώστα.
Επειδή βοήθησε για το νοσοκομείο και ο ευεργέτης μας Ευγ. Πλακίδας είχαμε οι Κουκουλιώτες ξεχωριστό δωμάτιο στο Νοσοκομείο.


























(51)
Φυτρώνει σε υψόμετρο πάνω από 2000 μ. Φωτ Γ.Βακάμης

































(52)
Υπερικό ή βάλσαμο ή σπαθόχορτο Μοναδικό φαρμακευτιό βότανο
ΦΩΤΟ Γ.Βακάμης
Ένα σοβαρό πρόβλημα ήταν  οι επιδημίες και οι κοινωνικές ασθένειες και αυτό έπρεπε να το αντιμετωπίσουν οι χωριανοί μου με κάθε τρόπο.
 Από τις επιδημίες οι πιο επικίνδυνες ήταν οι λοιμοί,  η χολέρα, η πανούκλα η λέπρα,  και πολλές άλλες.
 Αυτές πολλές φορές ερχόταν με τους ξενιτεμένους.
Για να μην  μεταφερθούν οι επιδημίες  στο χωριό μας και σε άλλα χωριά του Ζαγοριού  είχαν  οργανώσει τα λοιμοκαθαρτήρια.
 Εκεί ανάγκαζαν τον ταξιδιώτη που υπήρχε υποψία ότι  είχε προσβληθεί από κάποια  επιδημία να μείνει  για ένα ορισμένο  χρονικό διάστημα και αν γινόταν καλά επέστρεφε στο χωριό του, διαφορετικά τελείωνε εκεί η ζωή του.
Στο χωριό μας υπήρχε λοιμοκαθαρτήριο. Ήταν το παρεκκλήσι του Αγίου Γεωργίου  στο νότιο μέρος του χωριού.
 Εκεί υπήρχαν άτομα, καλόγεροι, ή άλλοι πολύ ηλικιωμένοι που φρόντιζαν τους ασθενείς, τι φροντίδα δηλαδή, λίγο φαΐ, λίγο νερό από το παράθυρο ή την πόρτα, ως που να τελειώσουν τη ζωή των.
Δύσκολο το έργο τους  όμως πιο δύσκολη η ζωή των ασθενών, αλλά τι να κάνανε; αν δεν λάβαιναν μέτρα  η αρρώστια θα   επεκτείνονταν και  θα  πεθαίναν  όλοι, όπως  συνέβη σε άλλα μέρη.
Το 1936 περίπου όταν ανοίγαν το δρόμο βρέθηκε ολόκληρο νεκροταφείο δίπλα στο παρεκκλήσι του Αι Γιώργη. 
Εκτός από τις επιδημίες είχαμε και τις κοινωνικές ασθένειες και η πιο  επικίνδυνη ήταν η φυματίωση.
Η φυματίωση  έχει ξεκληρίσει ολόκληρες οικογένειες στο χωριό μας, υπολογίζουν ότι στα εκατόν πενήντα  τελευταία χρόνια πρέπει να πέθαναν περισσότερα από 100 άτομα από φυματίωση
Αιτία τις φυματίωσης ήταν οι δύσκολες  συνθήκες της εποχής εκείνης,  η φτώχια, οι πόλεμοι, αλλά πολλές φορές την έφερναν και οι ξενιτεμένοι, όταν έρχονταν από τα ξένα στο χωριό μας.
Ο φυματικός για να μην κολλήσει και η άλλη οικογένεια ζούσε απομονωμένος στο σπίτι του, ως που τελείωνε τη ζωή του.
Μετά το θάνατό του γινόταν τέλεια απολύμανση στο σπίτι του, καίγαν ακόμη και τα ρούχα τους, γιατί  υπήρχε κίνδυνος να μεταδώσει την ασθένεια  και στους άλλους.
Εκείνο, όμως που είχαν συνειδητοποιήσει όλες οι Ζαγορίσιες και οι Ζαγορίσιοι ήταν ότι για να είσαι γερός πρέπει να είσαι καθαρός.
Οι χωριανές μου και οι Ζαγορίσιες φημίζονταν για την καθαριότητά τους.
 Αν μια νοικοκυρά ήταν φτωχή δεν το είχαν σε κακό αν ήταν βρώμικη   δεν την εκτιμούσαν κι ας ήταν και αρχόντισσα.
Κάθε νοικοκυρά καθάριζε πρώτα το σοκάκι που της αναλογούσε, το σκούπιζε, μετά σκούπιζε την αυλή της, τον στάβλο τον καθάριζαν και οι άντρες αν ήταν στο χωριό.
Κάθε πρωί ετοίμαζε τα παιδιά της να παν καθαρά για το σχολείο και τον άντρα της να πάει καθαρός για τη δουλειά και τα αγόρια τους μάθαιναν την παροιμία. «Η καθαριότητα είναι η μισή αρχοντιά».
 Ξεσκόνιζε τα ρούχα και  τα άπλωνε στον ήλιο.
Τα κουζινικά της έπρεπε να αστράφτουν, για την υγιεινή του σπιτιού αλλά και για να μην την κοροϊδεύουν.
 Τι είδα σήμιρα μουρ’ Λένη’μ…. πήγα να πιώ καφέ του σπίτ’ τ’ς Κώστινας κι του φλιτζαν’ήταν άπλυτου.
Δεν ξαναπάου, κι ας καν΄τ΄ν  αρχόντ’ σα.
Στο χωριό μας φυτρώνουν τα πιο σπάνια βότανα της Ελλάδας, πολλά από τα οποία είναι φαρμακευτικά, αλλά και σήμερα το 80% των φαρμάκων μήπως δεν βγαίνουν από βότανα;
Το κάθε σπίτι είχε το σπιτικό φαρμακείο. 
Στο ντουλάπι της μάνας μας δεν έλειπε το  τσάϊ του βουνού η μέντα το χαμομήλι το βαλσαμόχορτο. Ξέραν και γιατροσόφια, όπως για τα ξεματιάσματα, αλλά αυτά δεν είναι του θέματος.
  Οι γιατροί των χωριών μας ήταν οι περισσότεροι από τον τόπο μας, πολλοί είχαν σπουδάσει στο εξωτερικό, αλλά και στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών  με δικά τους έξοδα ή με την βοήθεια ευεργετών ή της κοινότητας, με την υποχρέωση να υπηρετήσουν για ένα χρονικό διάστημα στον τόπο τους.
Το Τουρκικό, κράτος δεν προσέφερε καμιά ιατρική βοήθεια στον τόπο μας κι οι ίδιοι οι Τούρκοι πήγαιναν στους δικούς μας γιατρούς ή και στα δικά μας νοσοκομεία για θεραπεία.
Εδώ πρέπει να αναφέρω ότι και κάποια φάρμακα περισσότερο για τις πρώτες βοήθειες είχε το χωριό ή τα έφερνε ο γιατρός μαζί του και δίνονταν δωρεάν στους κατοίκους.
Αναφέρω τους περίφημους Ζαγορίσιους γιατρούς τον Πασχάλη από το Καπέσοβο που ήταν γιατρός του Σουλτάνου, τον Δάνο τον καλλίτερο χειρούργο της Ελλάδας, τον Λιάπη, και τελευταία τον Πέτρο τον Γιαννακό.
 Τον Γιαννακό τον θυμάμαι καλά στο κόκκινο το άλογό του.
 Με είχε,  σώσει το σαράντα εξ από πλευρίτιδα και ίσως να είχε σώσει και την αδελφή μου την Ρηνούλα από τον τέτανο αν τον φωνάζαμε πιο γρήγορα.
 Ευτυχώς τελευταία βρήκα μια φωτογραφία του γιατρού του Πέτρου Γιαννακού.
 Τον φανταζόμασταν κάτι σαν Θεό σαν άγιο ; Τη ζωή μας την    έδωσε ο Θεός, η φύση, η μάνα μας και ο πατέρας μας, δεν ξέρω  ποιος πρώτος; στο γιατρό όμως εμπιστευόμαστε από κει και πέρα τη ζωή μας.
 Γιατροί από το Κουκούλι από αυτούς που ξέρω εγώ, ήταν ο Εύδοξος ο Αναστασιάδης, ο Γεωργίτσης και ο Καρατζάς.
Τα ρούχα τα πλέναν με το άσπρο το σαπούνι το Κρητικό και   το σώμα των με το πράσινο της Μυτιλήνης.
Οι τουαλέτες- απόπατος- ήταν έξω από το σπίτι, στο ξώστρι, όταν ήταν ανοιχτό, όταν έκλεισαν το ξώστρι τις πήγαν στην αυλή ή στο παρακείμενο κήπο.
Ποτέ οι Ζαγορίσιοι δεν πήγαιναν κάτω από το πουρνάρι.
Βέβαια όταν ήταν για δουλειά στο ύπαιθρο δεν χρειαζόταν να παν στην τουαλέτα του σπιτιού.
Οι τουαλέτες πλένονταν με νερό ζεστό και η ατομική καθαριότητα ήταν με εφημερίδες. Οι γυναίκες για τις δύσκολες ημέρες χρησιμοποιούσαν ειδικά πανιά, πάντα καθαρά.
Το βόθρο τον καθάριζαν κάθε φθινόπωρο που ήταν πολλά τα νερά.
Τα ρούχα τα ατομικά και του σπιτιού τα πλέναν τακτικά.
Τα ατομικά τα πλέναν στη σκάφη, τα χοντρά στο ποτάμι ή στην νεροτριβή   ή  μαντάνια.
Πήγαιναν στο Βίκο κοντά στο μύλο του Λαζαρίδη ή στο μύλο του Κόκκορου, όταν οι οβύρες κρατούσαν ακόμη νερό στο τέλος του Ιουνίου. Άναβαν φωτιές τα βράζαν και τα χτυπούσαν με τον κόπανο.
Τα μάλλινα τα χτυπούσε το νερό για να καθαρίσουν και να   αφρατέψουν. Μεγάλη πληγή για το χωριό μας, αλλά και για την πατρίδα μας, προπαντός στις φτωχές, στις αγροτικές και τις
κτηνοτροφικές οικογένειες, ήταν η ψείρα,  οι ψύλλοι και οι κοριοί. Προπαντός οι ψείρες.
Η φτώχεια και η ψείρα βασάνισαν το λαό μας για πολλά χρόνια, ως που μετά τον πόλεμο βρέθηκαν τα εντομοκτόνα και τα ενοχλητικά, αλλά και επικίνδυνα αυτά έντομα έχουν εκλείψει και για να τα γνωρίσουν τα παιδιά μας θα πρέπει να τα δουν σε φωτογραφίες ή σε μουσεία φυσικής ιστορίας.
Εκεί θα υπάρχουν για να μη χαθεί το είδος.
Και σήμερα υπάρχει κάποιο είδος ψείρας, κυρίως στα μαλλιά των παιδιών , που  δεν έχει καμιά σχέση με την παλιά, έπειτα τα μέσα είναι σήμερα πολύ περισσότερα για την καταπολέμησή τους.
 Κανείς δεν θα μπορούσε να περιγράψει καλλίτερα από τον Ελύτη το μαρτύριο του στρατού μας από την ψείρα.
«Κι όταν κάθονταν να ξεκουραστούν, ξυνόταν μέχρι που να βγάλουν αίματα, τι τους είχε ανέβει η ψείρα ως το λαιμό, κι ήταν αυτό και από την   πείνα τρομερότερο.
Τι τραβούσε από τις ψείρες η καημένη η αδερφή μου η Ρηνούλα,
Το πρωϊ την καθάριζε η μάνα και το μεσημέρι ερχόταν και μέσα στα μαλλάκια της ήταν φωλιασμένες οι ψείρες και οι κόντες- κόνιδες.
Στην κατοχή για να απαλλάσσονται οι αντάρτες από τις ψείρες είχαν τον κλίβανο.
 Ο κλίβανος ήταν ένα μεγάλο καζάνι με διπλό πάτο με τρύπες σαν κόσκινο.
Βάζαν μέσα νερό και πάνω στη σκάρα τα ρούχα.
Με τον ατμό του νερού σκοτώνονταν όλα τα βλαβερά έντομα ψείρες ψύλλοι, κοριοί κ.λ.π.
 Τη χρήση του κλίβανου είχε ο πατέρας μου.
Καθάριζε και η μάνα μας τα ρούχα μας τα ατομικά και τα χοντρά στον κλίβανο.
Όχι τόσο επικίνδυνοι, αλλά πολύ ενοχλητικοί ήταν οι ψύλλοι.
Ήταν και πολύ άτακτοι και μπαμπέσηδες, ενώ οι ψείρες και οι κοριοί ήταν μπουταλάδες.
Εκεί που νόμιζες ότι θα τον πιάσεις , - τάκ- και σου έφευγε από τα χέρια.... πηδώντας στην άλλη μεριά. Πόσες φορές οι άθλιοι δεν μας ξύπνησαν στον πιο γλυκό μας ύπνο.
Τον κοριό λίγοι τον ξέρουν σήμερα.
Εμείς όπως που υπηρετήσαμε στο στρατό πριν το 60 και τα παιδιά, και οι χωριανοί μου και κυρίως τα μωρά που κοιμόνταν στη σαρμανίτσα τον ξέραν πολύ καλά.
Εκεί που κοιμόμασταν φαντάροι μέσα στα τωλ, ερχόταν από το πάνω κρεββάτι, σαν αλεξιπτωτιστές στη μούρη σου κι αν τους έπιανες να τους σκοτώσεις μετάνιωνες γιατί είχαν μια απαίσια μυρωδιά.
Άδικα η μάνα ζεματούσε συνέχεια τη σαρμανίτσα, αυτοί βρήσκαν κάπου να κρυφτούν ανάμεσα στα σανίδια. Τα σανίδια ήταν το σπίτι τους.


Η ξενιτιά στο χωριό μας





























(53)
Πρώτος ο πατέρας των αδελφών Σβώλου




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου